ηχέτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠχέτης]] και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, [[βουερός]], [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> [[καλλίφωνος]], [[οξύφωνος]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἠχέτα]] [[τέττιξ]]» — ο [[θορυβώδης]] [[τζίτζικας]], που τερετίζει (<b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> (ως ουσ. [[κατά]] παράλ. του [[τέττιξ]]) ο [[αρσενικός]] [[τζίτζικας]] («ἡνίκ' ἄν [[ἀχέτας]] ᾄδη τὸν ἡδὺν νόμον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>ηχώ</i> (ή <i>ηχή</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] ([[πρβλ]]. <i>ευν</i>-[[έτης]], <i>οφειλ</i>-[[έτης]])].
|mltxt=[[ἠχέτης]] και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, [[βουερός]], [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> [[καλλίφωνος]], [[οξύφωνος]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἠχέτα]] [[τέττιξ]]» — ο [[θορυβώδης]] [[τζίτζικας]], που τερετίζει (<b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> (ως ουσ. [[κατά]] παράλ. του [[τέττιξ]]) ο [[αρσενικός]] [[τζίτζικας]] («ἡνίκ' ἄν [[ἀχέτας]] ᾄδη τὸν ἡδὺν νόμον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>ηχώ</i> (ή <i>ηχή</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] ([[πρβλ]]. [[ευνέτης]], [[οφειλέτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:28, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α)
1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός
2. καλλίφωνος, οξύφωνος
3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» — ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.)
4. (ως ουσ. κατά παράλ. του τέττιξ) ο αρσενικός τζίτζικας («ἡνίκ' ἄν ἀχέτας ᾄδη τὸν ἡδὺν νόμον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ηχώηχή) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευνέτης, οφειλέτης)].