κοιλιολυτώ: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοιλιολυτῶ, -έω (Α)<br />[[προκαλώ]] [[λύση]] της κοιλιάς, δηλ. [[διευκολύνω]] την [[κένωση]], [[ενεργώ]] καθαρτικώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λυτῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λυτός]]), [[πρβλ]]. <i>ακρο</i>-<i>λυτώ</i>, <i>ευ</i>-<i>λυτώ</i>].
|mltxt=κοιλιολυτῶ, -έω (Α)<br />[[προκαλώ]] [[λύση]] της κοιλιάς, δηλ. [[διευκολύνω]] την [[κένωση]], [[ενεργώ]] καθαρτικώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λυτῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λυτός]]), [[πρβλ]]. [[ακρολυτώ]], [[ευλυτώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:33, 23 August 2021

Greek Monolingual

κοιλιολυτῶ, -έω (Α)
προκαλώ λύση της κοιλιάς, δηλ. διευκολύνω την κένωση, ενεργώ καθαρτικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -λυτῶ (< λυτός), πρβλ. ακρολυτώ, ευλυτώ].