λάφυρο: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[λάφυρον]], Α, στους Αργείους, [[φάλυρον]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[λάφυρα]]<br />τα πράγματα του ηττημένου που διαρπάζονται [[κατά]] τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική [[λεία]] («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας [[χάριν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐπικηρύσσω]] τὸ [[λάφυρον]] [[κατά]] τινος» — [[επιτρέπω]] τη [[λεηλασία]] ενός λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λάφ</i>-<i>υρον</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>υρον</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=το (AM [[λάφυρον]], Α, στους Αργείους, [[φάλυρον]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[λάφυρα]]<br />τα πράγματα του ηττημένου που διαρπάζονται [[κατά]] τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική [[λεία]] («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας [[χάριν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐπικηρύσσω]] τὸ [[λάφυρον]] [[κατά]] τινος» — [[επιτρέπω]] τη [[λεηλασία]] ενός λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λάφ</i>-<i>υρον</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>υρον</i> ([[πρβλ]]. [[λέπυρον]], [[πίτυρον]]), ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>labh</i>- «[[λαμβάνω]]» ([[πρβλ]]. [[αμφιλαφής]], <i>είληφα</i>) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>labhate</i> «[[αρπάζω]]», λιθουαν. <i>l</i><i>ō</i><i>bis</i> «[[πλούτος]], [[θησαυρός]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:25, 8 May 2023
Greek Monolingual
το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον)
συν. στον πληθ. τα λάφυρα
τα πράγματα του ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.)
αρχ.
φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ λάφυρον κατά τινος» — επιτρέπω τη λεηλασία ενός λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λάφ-υρον εμφανίζει επίθημα -υρον (πρβλ. λέπυρον, πίτυρον), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα labh- «λαμβάνω» (πρβλ. αμφιλαφής, είληφα) και συνδέεται με αρχ. ινδ. labhate «αρπάζω», λιθουαν. lōbis «πλούτος, θησαυρός»].