λαμποκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω<br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] έντονη και συνεχή [[λάμψη]], [[ακτινοβολώ]], [[λάμπω]]<br /><b>2.</b> [[αστράφτω]] από [[καθαριότητα]] («τα ρούχα του [[πάντοτε]] λαμποκοπούν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]] <span style="color: red;">+</span> -[[κοπώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]]), [[πρβλ]]. <i>ιδρο</i>-[[κοπώ]], <i>μεθο</i>-[[κοπώ]]].
|mltxt=-άω<br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] έντονη και συνεχή [[λάμψη]], [[ακτινοβολώ]], [[λάμπω]]<br /><b>2.</b> [[αστράφτω]] από [[καθαριότητα]] («τα ρούχα του [[πάντοτε]] λαμποκοπούν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]] <span style="color: red;">+</span> -[[κοπώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]]), [[πρβλ]]. [[ιδροκοπώ]], [[μεθοκοπώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:56, 24 August 2021

Greek Monolingual

-άω
1. εκπέμπω έντονη και συνεχή λάμψη, ακτινοβολώ, λάμπω
2. αστράφτω από καθαριότητα («τα ρούχα του πάντοτε λαμποκοπούν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + -κοπώ (< κόπος), πρβλ. ιδροκοπώ, μεθοκοπώ].