λάζω: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lazo | |Transliteration C=lazo | ||
|Beta Code=la/zw | |Beta Code=la/zw | ||
|Definition= | |Definition== [[λακτίζω]], λάξας τράπεζαν Lyc.137, cf.Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''64; λάζειν· ἐξυβρίζειν, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:43, 15 November 2024
English (LSJ)
= λακτίζω, λάξας τράπεζαν Lyc.137, cf.Sch.E.Hec.64; λάζειν· ἐξυβρίζειν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 5] 1) = λακτίζω, VLL.; λάξας τράπεζαν, Lycophr. 137. – 2) nach B. A. p. 1095 achäisch = λαμβάνω, s. λάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λάζω: λακτίζω, λάξας τράπεζαν Λυκόφρ. 137, πρβλ. Σχόλ. Ἑκ. 64, - Καθ’ Ἡσύχ.: «λάζειν· ὑβρίζειν».
Greek Monolingual
(I)
λάζω (Α)
(αχαϊκός τ. αντί λάζομαι)
λαμβάνω, παίρνω, αρπάζω.
(II)
λάζω (Α)
1. χτυπώ με το πόδι, λακτίζω, κλοτσώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «λάζειν
ἐξυβρίζειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ- (πρβλ. λαξ)].