ἰδιωτισμός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
mNo edit summary |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=idiotismos | |Transliteration C=idiotismos | ||
|Beta Code=i)diwtismo/s | |Beta Code=i)diwtismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[way of a common person]] or [[fashion of a common person]], Epict.''Ench.''33.6, S.E.''M.''1.67, Dam.''Isid.''223; in language, [[homely]], [[vulgar phrase]], Phld.''Po.''2.71, Longin.31.1, D.L.7.59.<br><span class="bld">2</span> Rhet., [[argumentum ad hominem]], usually in the form of a [[hypothetical]] [[question]], Rufin.''Fig.''10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ὁ, das Leben u. bes. die Sprechweise des gemeinen Mannes, Sp., wie Longin. 31 S. Emp. adv. gramm. 67. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ὁ, das Leben u. bes. die Sprechweise des gemeinen Mannes, Sp., wie Longin. 31 S. Emp. adv. gramm. 67. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰδιωτισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[простой образ жизни]], [[жизнь простонародья]] Sext.;<br /><b class="num">2</b> [[язык простонародья]], [[разговорный язык]], [[просторечие]] Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἰδιωτισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ιδιάζουσα [[φράση]] με ξεχωριστή [[σημασία]] (α. «όλα κι όλα» β. «το 'βαλε στα πόδια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] του ιδιώτη<br /><b>2.</b> κοινό λαϊκό [[ιδίωμα]]<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> [[επιχείρημα]] που βγαίνει από την [[κοινή]] [[λογική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. χρησιμοποιείται στις ευρωπ. γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>idiotism</i>, γαλλ. <i>idiotisme</i>) τόσο με τη σημ. «ιδιάζουσα [[φράση]], της οποίας η σημ. δεν αντιστοιχεί στις σημασίες τών συστατικών της» όσο και με τη σημ. «[[διαλεκτικός]] τ. ή [[φράση]], [[ιδιωματισμός]]»]. | |mltxt=ο (Α [[ἰδιωτισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ιδιάζουσα [[φράση]] με ξεχωριστή [[σημασία]] (α. «όλα κι όλα» β. «το 'βαλε στα πόδια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] του ιδιώτη<br /><b>2.</b> κοινό λαϊκό [[ιδίωμα]]<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> [[επιχείρημα]] που βγαίνει από την [[κοινή]] [[λογική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. χρησιμοποιείται στις ευρωπ. γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>idiotism</i>, γαλλ. <i>idiotisme</i>) τόσο με τη σημ. «ιδιάζουσα [[φράση]], της οποίας η σημ. δεν αντιστοιχεί στις σημασίες τών συστατικών της» όσο και με τη σημ. «[[διαλεκτικός]] τ. ή [[φράση]], [[ιδιωματισμός]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:52, 1 May 2023
English (LSJ)
ὁ,
A way of a common person or fashion of a common person, Epict.Ench.33.6, S.E.M.1.67, Dam.Isid.223; in language, homely, vulgar phrase, Phld.Po.2.71, Longin.31.1, D.L.7.59.
2 Rhet., argumentum ad hominem, usually in the form of a hypothetical question, Rufin.Fig.10.
German (Pape)
[Seite 1238] ὁ, das Leben u. bes. die Sprechweise des gemeinen Mannes, Sp., wie Longin. 31 S. Emp. adv. gramm. 67.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιωτισμός: ὁ
1 простой образ жизни, жизнь простонародья Sext.;
2 язык простонародья, разговорный язык, просторечие Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιωτισμός: ὁ, τρόπος ἰδιώτου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 67· ὡς πρὸς τὴν γλῶσσαν, κοινὸν ἢ χυδαῖον ἰδίωμα, Λογγῖνος 31, Διογ. Λ. 7. 59. ΙΙ. ἰδιωτικὴ ζωή, Βυζ.· ἰδιωτικὴ συνομιλία, Ἰούλιος Ρουφινιανός (Jul. Rufin. de Fig. σ. 203).
Greek Monolingual
ο (Α ἰδιωτισμός)
νεοελλ.
ιδιάζουσα φράση με ξεχωριστή σημασία (α. «όλα κι όλα» β. «το 'βαλε στα πόδια»)
αρχ.
1. ο τρόπος του ιδιώτη
2. κοινό λαϊκό ιδίωμα
3. (ρητ.) επιχείρημα που βγαίνει από την κοινή λογική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιώτης. Η λ. χρησιμοποιείται στις ευρωπ. γλώσσες (πρβλ. αγγλ. idiotism, γαλλ. idiotisme) τόσο με τη σημ. «ιδιάζουσα φράση, της οποίας η σημ. δεν αντιστοιχεί στις σημασίες τών συστατικών της» όσο και με τη σημ. «διαλεκτικός τ. ή φράση, ιδιωματισμός»].