ηπίαλος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπίαλος]], ό (Α)<br /><b>1.</b> [[υψηλός]] [[πυρετός]] με ρίγη, με κρυάδες<br /><b>2.</b> το [[ρίγος]] [[πριν]] από την [[εκδήλωση]] του πυρετού<br /><b>3.</b> ο [[ηπιάλης]], ο [[εφιάλτης]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αηδόνων [[ηπίαλος]]» — [[ποιητής]] που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλος</i> ([[πρβλ]]. [[ομαλός]], [[αιγιαλός]]), [[οπότε]] η λ. χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν με [[σημασία]] «[[γλυκός]], [[ήπιος]] [[πυρετός]]». Η λ. συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το [[εφιάλτης]]. Επίσης δημιουργήθηκε σημασιολογική [[σύγχυση]] με το [[ηπίολος]] «[[πεταλούδα]] του λυχναριού», λόγω της λαϊκής αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία η [[πεταλούδα]] ήταν το ζώο που φέρνει και συμβολίζει τον πυρετό. Η [[σύγχυση]] αυτή επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου: <i>ηπιόλιον</i><br />[[ριγοπυρέτιον]]. Ο τ. [[ηπίολος]], [[τέλος]], αποτελεί πιθ. [[παραλλαγή]] του τ. [[ηπιόλης]], που ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τα σε -<i>ολης</i> ([[πρβλ]]. <i>μαιν</i>-<i>όλης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηπιαλώ]], [[ηπιαλώδης]]).
|mltxt=[[ἠπίαλος]], ό (Α)<br /><b>1.</b> [[υψηλός]] [[πυρετός]] με ρίγη, με κρυάδες<br /><b>2.</b> το [[ρίγος]] [[πριν]] από την [[εκδήλωση]] του πυρετού<br /><b>3.</b> ο [[ηπιάλης]], ο [[εφιάλτης]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αηδόνων [[ηπίαλος]]» — [[ποιητής]] που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλος</i> ([[πρβλ]]. [[ομαλός]], [[αιγιαλός]]), [[οπότε]] η λ. χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν με [[σημασία]] «[[γλυκός]], [[ήπιος]] [[πυρετός]]». Η λ. συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το [[εφιάλτης]]. Επίσης δημιουργήθηκε σημασιολογική [[σύγχυση]] με το [[ηπίολος]] «[[πεταλούδα]] του λυχναριού», λόγω της λαϊκής αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία η [[πεταλούδα]] ήταν το ζώο που φέρνει και συμβολίζει τον πυρετό. Η [[σύγχυση]] αυτή επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου: <i>ηπιόλιον</i><br />[[ριγοπυρέτιον]]. Ο τ. [[ηπίολος]], [[τέλος]], αποτελεί πιθ. [[παραλλαγή]] του τ. [[ηπιόλης]], που ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τα σε -<i>ολης</i> ([[πρβλ]]. [[μαινόλης]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηπιαλώ]], [[ηπιαλώδης]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 13 May 2023

Greek Monolingual

ἠπίαλος, ό (Α)
1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες
2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση του πυρετού
3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης
4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» — ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος + -αλος (πρβλ. ομαλός, αιγιαλός), οπότε η λ. χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν με σημασία «γλυκός, ήπιος πυρετός». Η λ. συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το εφιάλτης. Επίσης δημιουργήθηκε σημασιολογική σύγχυση με το ηπίολος «πεταλούδα του λυχναριού», λόγω της λαϊκής αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία η πεταλούδα ήταν το ζώο που φέρνει και συμβολίζει τον πυρετό. Η σύγχυση αυτή επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου: ηπιόλιον
ριγοπυρέτιον. Ο τ. ηπίολος, τέλος, αποτελεί πιθ. παραλλαγή του τ. ηπιόλης, που ερμηνεύεται αναλογικά προς τα σε -ολης (πρβλ. μαινόλης).
ΠΑΡ. αρχ. ηπιαλώ, ηπιαλώδης].