κοίτος: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κοῑτος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[τόπος]] για [[κατάκλιση]], [[κοίτη]], [[κλίνη]], [[κρεβάτι]] («[[ὄφρα]] Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[μέρος]] για [[κούρνιασμα]]<br /><b>3.</b> [[μάντρα]], [[στάβλος]]<br /><b>4.</b> ύπνος («[[αὐτάρ]] [[ἐπήν]] νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> η [[ανάπαυση]] που έρχεται με τον ύπνο («καὶ ἐπ' ἠῶ κοῑτον ὥρῃ ἐν ἀμήτου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «κοῑτον [[ἰαύω]]» — [[κοιμάμαι]]<br />β) «κοῑτον ποιοῦμαι» ή «ἐς | |mltxt=κοῑτος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[τόπος]] για [[κατάκλιση]], [[κοίτη]], [[κλίνη]], [[κρεβάτι]] («[[ὄφρα]] Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[μέρος]] για [[κούρνιασμα]]<br /><b>3.</b> [[μάντρα]], [[στάβλος]]<br /><b>4.</b> ύπνος («[[αὐτάρ]] [[ἐπήν]] νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> η [[ανάπαυση]] που έρχεται με τον ύπνο («καὶ ἐπ' ἠῶ κοῑτον ὥρῃ ἐν ἀμήτου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «κοῑτον [[ἰαύω]]» — [[κοιμάμαι]]<br />β) «κοῑτον ποιοῦμαι» ή «ἐς κοῖτον [[πάρειμι]]» — κατακλίνομαι, [[πέφτω]] στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κοι</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>koi</i>- της αρχικής ΙΕ ρίζας <i>kei</i>- «[[κείμαι]]», απ' όπου και το [[κεῖμαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[πλούτος]], [[φόρτος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek Monolingual
κοῑτος, ὁ (Α)
1. τόπος για κατάκλιση, κοίτη, κλίνη, κρεβάτι («ὄφρα Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», Ομ. Οδ.)
2. (για πτηνά) μέρος για κούρνιασμα
3. μάντρα, στάβλος
4. ύπνος («αὐτάρ ἐπήν νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», Ομ. Οδ.)
5. η ανάπαυση που έρχεται με τον ύπνο («καὶ ἐπ' ἠῶ κοῑτον ὥρῃ ἐν ἀμήτου», Ησίοδ.)
6. φρ. α) «κοῑτον ἰαύω» — κοιμάμαι
β) «κοῑτον ποιοῦμαι» ή «ἐς κοῖτον πάρειμι» — κατακλίνομαι, πέφτω στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοι- (ετεροιωμένη βαθμίδα koi- της αρχικής ΙΕ ρίζας kei- «κείμαι», απ' όπου και το κεῖμαι) + κατάλ. -τος (πρβλ. πλούτος, φόρτος)].