ἡσυχοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isychopoios
|Transliteration C=isychopoios
|Beta Code=h(suxopoio/s
|Beta Code=h(suxopoio/s
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[silentiarius]], Gloss.</span>
|Definition=[[silentiarius]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡσυχοποιός]], ό (Α)<br />ο [[σιλεντιάριος]], ο [[επιστάτης]] που επέβαλλε την [[ησυχία]] και γενικά επέβλεπε την [[τήρηση]] της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή [[αυλή]] ή σε μοναστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[θορυβοποιός]], [[κακοποιός]].
|mltxt=[[ἡσυχοποιός]], ό (Α)<br />ο [[σιλεντιάριος]], ο [[επιστάτης]] που επέβαλλε την [[ησυχία]] και γενικά επέβλεπε την [[τήρηση]] της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή [[αυλή]] ή σε μοναστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[θορυβοποιός]], [[κακοποιός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχοποιός Medium diacritics: ἡσυχοποιός Low diacritics: ησυχοποιός Capitals: ΗΣΥΧΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hēsychopoiós Transliteration B: hēsychopoios Transliteration C: isychopoios Beta Code: h(suxopoio/s

English (LSJ)

silentiarius, Glossaria.

Greek Monolingual

ἡσυχοποιός, ό (Α)
ο σιλεντιάριος, ο επιστάτης που επέβαλλε την ησυχία και γενικά επέβλεπε την τήρηση της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή αυλή ή σε μοναστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. θορυβοποιός, κακοποιός.