δίδημι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=didimi
|Transliteration C=didimi
|Beta Code=di/dhmi
|Beta Code=di/dhmi
|Definition=Aeol. inf. [[δίδην]] and pres. ind. <span class="sense"><span class="bld">A</span> δίδει Hsch., part. <b class="b3">διδείς, εῖσα, έν,</b> <span class="title">GDI</span>2156, al. (Delph.), fem. δ[ιδέ]ουσα <span class="title">Delph.</span>3(2).131: redupl. form of [[δέω]] (A):—[[bind]], [[fetter]], <b class="b3">ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν</b> (Ep. 3 impf. for [[ἐδίδη]]) <span class="bibl">Il.11.105</span>; <b class="b3">οἱ δέ σ'… ἐν δεσμοῖσι διδέντων</b> (Aristarch. for [[δεόντων]]) [[let them bind]] thee, <span class="bibl">Od.12.54</span>: 3pl. ind. διδέᾱσι <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.8.24</span> (v.l. [[δεσμεύουσι]]).</span>
|Definition=Aeol. inf. [[δίδην]] and pres. ind. δίδει [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], part. <b class="b3">διδείς, εῖσα, έν,</b> ''GDI''2156, al. (Delph.), fem. δ[ιδέ]ουσα ''Delph.''3(2).131: redupl. form of [[δέω]] (A):—[[bind]], [[fetter]], <b class="b3">ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν</b> (Ep. 3 impf. for [[ἐδίδη]]) Il.11.105; <b class="b3">οἱ δέ σ'… ἐν δεσμοῖσι διδέντων</b> (Aristarch. for [[δεόντων]]) [[let them bind]] thee, Od.12.54: 3pl. ind. διδέᾱσι X.''An.''5.8.24 ([[varia lectio|v.l.]] [[δεσμεύουσι]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pres. ind. 3<sup>a</sup> plu. διδέασι X.<i>An</i>.5.8.24, imperat. 3<sup>a</sup> plu. διδέντων <i>Od</i>.12.54; ép. impf. 3<sup>a</sup> sg. sin aum. δίδη <i>Il</i>.11.105]<br />[[atar]], [[sujetar]] ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς ... δίδη μόσχοισι λύγοισι a los dos en otro tiempo Aquiles los ató con flexibles mimbres</i>, <i>Il</i>.l.c., οἱ δέ σ' ἐνὶ ... δεσμοῖσι διδέντων <i>Od</i>.l.c., τοὺς κύνας X.l.c., abs. μαστιγοῦσα καὶ διδεῖσα <i>GDI</i> 2216.20 (II/I a.C.), cf. 2156.18 (Delfos I d.C.), <i>EM</i> 273.3G.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Pres. red. de *<i>deH<sup>i̯</sup>1</i>-, que da lugar a [[δέω]] q.u.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] Nebenform von δέω, [[binden]]; Homer vom Fesseln von Menschen: Iliad. 11, 105 ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς Ἴδης ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοιο λύγοισιν; Odyss. 12, 54 οἱ δέ σ' ἔτι πλεόνεσσι τότ' ἐν δεσμοῖσι διδέντων, [[varia lectio|v.l.]] δεόντων, Scholl. Didym. [[δεόντων]]: Ἀρίσταρχος γράφει [[διδέντων]], ὡς τιθέντων. – Xenoph. An. 5, 8, 24 διδέασι. [[διδράσκω]], fut. δράσομαι, aor. ἔδραν, δρᾶναι, δράς, ion. διδρήσκω, gew. nur in Zusammensetzungen mit ἀπό, διά, ἐκ; das simplex stellt Schäfer Plut. Lucull. 8 her.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] Nebenform von δέω, [[binden]]; Homer vom Fesseln von Menschen: Iliad. 11, 105 ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς Ἴδης ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοιο λύγοισιν; Odyss. 12, 54 οἱ δέ σ' ἔτι πλεόνεσσι τότ' ἐν δεσμοῖσι διδέντων, [[varia lectio|v.l.]] δεόντων, Scholl. Didym. [[δεόντων]]: Ἀρίσταρχος γράφει [[διδέντων]], ὡς τιθέντων. – Xenoph. An. 5, 8, 24 διδέασι. [[διδράσκω]], fut. δράσομαι, aor. ἔδραν, δρᾶναι, δράς, ion. διδρήσκω, gew. nur in Zusammensetzungen mit ἀπό, διά, ἐκ; das simplex stellt Schäfer Plut. Lucull. 8 her.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. aux formes suiv. : prés. ind. 3ᵉ pl.</i> [[διδέασι]], <i>part. gén. plur.</i> [[διδέντων]], <i>impf. 3ᵉ sg.</i> δίδη;<br /><i>c.</i> [[δέω]]¹, lier.<br />'''Étymologie:''' R. Δε, lier, avec redoubl.
}}
{{elru
|elrutext='''δίδημι:''' (ῐ) (= [[δέω]] I)<br /><b class="num">1</b> [[связывать]] (τινὰ μόσχοισι λύγοισιν Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[привязывать]] (τοὺς κύνας χαλεπούς Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίδημι''': Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. [[τύπος]] τοῦ ῥήμ. δέω (ὡς [[τίθημι]] τοῦ *θέω), δένω, [[δεσμεύω]], ὥ ποτ’ Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν (Ἐπ. γ΄ παρατ. ἀντὶ ἐδίδη) Ἰλ. Λ. 105· οἱ δέ σ’… ἐν δεσμοῖσι διδέντων (κατὰ Pors. ἀντὶ δεόντων), ἄς σε δέσωσιν, Ὀδ. Μ. 54· γ΄ πληθ. ὁριστ. διδέᾱσι ἀπαντᾷ παρὰ Ξεν. Ἀν. 5. 8, 24 (κοινῶς δεσμεύουσι).
|lstext='''δίδημι''': Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. [[τύπος]] τοῦ ῥήμ. δέω (ὡς [[τίθημι]] τοῦ *θέω), δένω, [[δεσμεύω]], ὥ ποτ’ Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν (Ἐπ. γ΄ παρατ. ἀντὶ ἐδίδη) Ἰλ. Λ. 105· οἱ δέ σ’… ἐν δεσμοῖσι διδέντων (κατὰ Pors. ἀντὶ δεόντων), ἄς σε δέσωσιν, Ὀδ. Μ. 54· γ΄ πληθ. ὁριστ. διδέᾱσι ἀπαντᾷ παρὰ Ξεν. Ἀν. 5. 8, 24 (κοινῶς δεσμεύουσι).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. aux formes suiv. : prés. ind. 3ᵉ pl.</i> [[διδέασι]], <i>part. gén. plur.</i> [[διδέντων]], <i>impf. 3ᵉ sg.</i> δίδη;<br /><i>c.</i> [[δέω]]¹, lier.<br />'''Étymologie:''' R. Δε, lier, avec redoubl.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[parallel]] [[form]] of δέ Od. 24.2), ipf. 3 [[sing]]. δίδη, imp. [[διδέντων]] ([[varia lectio|v.l.]] [[δεόντων]]): [[bind]], Il. 1.105 and Od. 12.54.
|auten=([[parallel]] [[form]] of δέ Od. 24.2), ipf. 3 [[sing]]. δίδη, imp. [[διδέντων]] ([[varia lectio|v.l.]] [[δεόντων]]): [[bind]], Il. 1.105 and Od. 12.54.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pres. ind. 3<sup>a</sup> plu. διδέασι X.<i>An</i>.5.8.24, imperat. 3<sup>a</sup> plu. διδέντων <i>Od</i>.12.54; ép. impf. 3<sup>a</sup> sg. sin aum. δίδη <i>Il</i>.11.105]<br />[[atar]], [[sujetar]] ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς ... δίδη μόσχοισι λύγοισι a los dos en otro tiempo Aquiles los ató con flexibles mimbres</i>, <i>Il</i>.l.c., οἱ δέ σ' ἐνὶ ... δεσμοῖσι διδέντων <i>Od</i>.l.c., τοὺς κύνας X.l.c., abs. μαστιγοῦσα καὶ διδεῖσα <i>GDI</i> 2216.20 (II/I a.C.), cf. 2156.18 (Delfos I d.C.), <i>EM</i> 273.3G.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Pres. red. de *<i>deH<sup>i̯</sup>1</i>-, que da lugar a [[δέω]] q.u.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίδημι:''' γʹ πληθ. <i>διδέᾱσι</i>, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>δίδη</i>, γʹ πληθ. προστ. [[διδέντων]] — Επικ. αναδιπλ. [[τύπος]] του [[δέω]] (όπως το [[τίθημι]] του *[[θέω]]), [[αλυσοδένω]], [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''δίδημι:''' γʹ πληθ. <i>διδέᾱσι</i>, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>δίδη</i>, γʹ πληθ. προστ. [[διδέντων]] — Επικ. αναδιπλ. [[τύπος]] του [[δέω]] (όπως το [[τίθημι]] του *[[θέω]]), [[αλυσοδένω]], [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίδημι:''' (ῐ) (= [[δέω]] I)<br /><b class="num">1)</b> связывать (τινὰ μόσχοισι λύγοισιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> привязывать (τοὺς κύνας χαλεπούς Xen.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίδημι Medium diacritics: δίδημι Low diacritics: δίδημι Capitals: ΔΙΔΗΜΙ
Transliteration A: dídēmi Transliteration B: didēmi Transliteration C: didimi Beta Code: di/dhmi

English (LSJ)

Aeol. inf. δίδην and pres. ind. δίδει Hsch., part. διδείς, εῖσα, έν, GDI2156, al. (Delph.), fem. δ[ιδέ]ουσα Delph.3(2).131: redupl. form of δέω (A):—bind, fetter, ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν (Ep. 3 impf. for ἐδίδη) Il.11.105; οἱ δέ σ'… ἐν δεσμοῖσι διδέντων (Aristarch. for δεόντων) let them bind thee, Od.12.54: 3pl. ind. διδέᾱσι X.An.5.8.24 (v.l. δεσμεύουσι).

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. ind. 3a plu. διδέασι X.An.5.8.24, imperat. 3a plu. διδέντων Od.12.54; ép. impf. 3a sg. sin aum. δίδη Il.11.105]
atar, sujetar ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς ... δίδη μόσχοισι λύγοισι a los dos en otro tiempo Aquiles los ató con flexibles mimbres, Il.l.c., οἱ δέ σ' ἐνὶ ... δεσμοῖσι διδέντων Od.l.c., τοὺς κύνας X.l.c., abs. μαστιγοῦσα καὶ διδεῖσα GDI 2216.20 (II/I a.C.), cf. 2156.18 (Delfos I d.C.), EM 273.3G.
• Etimología: Pres. red. de *deH1-, que da lugar a δέω q.u.

German (Pape)

[Seite 615] Nebenform von δέω, binden; Homer vom Fesseln von Menschen: Iliad. 11, 105 ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς Ἴδης ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοιο λύγοισιν; Odyss. 12, 54 οἱ δέ σ' ἔτι πλεόνεσσι τότ' ἐν δεσμοῖσι διδέντων, v.l. δεόντων, Scholl. Didym. δεόντων: Ἀρίσταρχος γράφει διδέντων, ὡς τιθέντων. – Xenoph. An. 5, 8, 24 διδέασι. διδράσκω, fut. δράσομαι, aor. ἔδραν, δρᾶναι, δράς, ion. διδρήσκω, gew. nur in Zusammensetzungen mit ἀπό, διά, ἐκ; das simplex stellt Schäfer Plut. Lucull. 8 her.

French (Bailly abrégé)

seul. aux formes suiv. : prés. ind. 3ᵉ pl. διδέασι, part. gén. plur. διδέντων, impf. 3ᵉ sg. δίδη;
c. δέω¹, lier.
Étymologie: R. Δε, lier, avec redoubl.

Russian (Dvoretsky)

δίδημι: (ῐ) (= δέω I)
1 связывать (τινὰ μόσχοισι λύγοισιν Hom.);
2 привязывать (τοὺς κύνας χαλεπούς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δίδημι: Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ ῥήμ. δέω (ὡς τίθημι τοῦ *θέω), δένω, δεσμεύω, ὥ ποτ’ Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν (Ἐπ. γ΄ παρατ. ἀντὶ ἐδίδη) Ἰλ. Λ. 105· οἱ δέ σ’… ἐν δεσμοῖσι διδέντων (κατὰ Pors. ἀντὶ δεόντων), ἄς σε δέσωσιν, Ὀδ. Μ. 54· γ΄ πληθ. ὁριστ. διδέᾱσι ἀπαντᾷ παρὰ Ξεν. Ἀν. 5. 8, 24 (κοινῶς δεσμεύουσι).

English (Autenrieth)

(parallel form of δέ Od. 24.2), ipf. 3 sing. δίδη, imp. διδέντων (v.l. δεόντων): bind, Il. 1.105 and Od. 12.54.

Greek Monolingual

δίδημι (Α)
δένω, δεσμεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δένω].

Greek Monotonic

δίδημι: γʹ πληθ. διδέᾱσι, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. δίδη, γʹ πληθ. προστ. διδέντων — Επικ. αναδιπλ. τύπος του δέω (όπως το τίθημι του *θέω), αλυσοδένω, δεσμεύω, περιορίζω, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

See also: s. 1. δέω.

Middle Liddell

[epic redupl. form of δέω, as τίθημι of *θέω]
to bind, fetter, Hom.

Frisk Etymology German

δίδημι: {dídēmi}
See also: s. 1. δέω.
Page 1,387