δοκιμαστικός: Difference between revisions
Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dokimastikos | |Transliteration C=dokimastikos | ||
|Beta Code=dokimastiko/s | |Beta Code=dokimastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=δοκιμαστική, δοκιμαστικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[scrutiny]], δύναμις Arr.''Epict.''1.1.1, cf. S.E.''M.''1.64, ''Theol.Ar.''52, [[varia lectio|v.l.]] in Diog.Bab.Stoic.3.219. Adv. [[δοκιμαστικῶς]] = [[approvingly]], διακεῖσθαι ''Stoic.''3.160.<br><span class="bld">II</span> [[δοκιμαστικόν]], τό, [[commission paid to an assayer]], PHib.29.24, al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que examina]], [[que contrasta]], [[δύναμις]] ref. a la autenticidad de las monedas, Arr.<i>Epict</i>.1.7.7<br /><b class="num">•</b>[[que prueba]], [[probatorio]] τὸ κριτήριον S.E.<i>M</i>.7.27, 64, κανών S.E.<i>M</i>.8.3, ποταμοῦ πυρὸς ... δοκιμαστοῦ τῶν ἀνθρώπων Cyr.H.<i>Catech</i>.15.21.<br /><b class="num">2</b> [[que aprueba]], [[aprobatorio]] [[δύναμις]] op. [[ἀποδοκιμαστική]] Arr.<i>Epict</i>.1.1.1, cf. <i>Theol.Ar</i>.52, Sud.s.u. [[διατιμητικός]].<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ δ. [[tasa de verificación pagada al verificador de moneda por el examen y aprobación de las piezas]] <i>BGU</i> 2380.7, <i>PTeb</i>.701re.1.42, <i>UPZ</i> 156.13, <i>PHib</i>.110.30 (todos III a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[a modo de prueba]], [[de manera probatoria]] por medio de sufrimientos, Diad.<i>Perf</i>.95.<br /><b class="num">2</b> [[de manera aprobatoria]], [[con aprobación]] πρὸς [[ἀλλήλους]] διακεῖσθαι καὶ φιλικῶς καὶ δ. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.160. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] = [[δοκιμαστήριος]], Suid. – Adv. bei Stob. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] = [[δοκιμαστήριος]], Suid. – Adv. bei Stob. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοκῐμαστικός:''' [[пригодный для оценки или подлежащий оценке]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δοκιμαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἔρευναν, Στωικ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 154. | |lstext='''δοκιμαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἔρευναν, Στωικ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 154. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δοκιμαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[δοκιμασία]], γίνεται για [[δοκιμασία]], ο [[κατάλληλος]] για [[δοκιμή]] («[[δοκιμαστικός]] [[σωλήνας]], δοκιμαστική [[βολή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[έρευνα]], [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[έρευνα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δοκιμαστικόν</i><br />[[αμοιβή]] δοκιμαστή. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δοκιμαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[δοκιμασία]], γίνεται για [[δοκιμασία]], ο [[κατάλληλος]] για [[δοκιμή]] («[[δοκιμαστικός]] [[σωλήνας]], δοκιμαστική [[βολή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[έρευνα]], [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[έρευνα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δοκιμαστικόν</i><br />[[αμοιβή]] δοκιμαστή. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
δοκιμαστική, δοκιμαστικόν,
A of or for scrutiny, δύναμις Arr.Epict.1.1.1, cf. S.E.M.1.64, Theol.Ar.52, v.l. in Diog.Bab.Stoic.3.219. Adv. δοκιμαστικῶς = approvingly, διακεῖσθαι Stoic.3.160.
II δοκιμαστικόν, τό, commission paid to an assayer, PHib.29.24, al.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que examina, que contrasta, δύναμις ref. a la autenticidad de las monedas, Arr.Epict.1.7.7
•que prueba, probatorio τὸ κριτήριον S.E.M.7.27, 64, κανών S.E.M.8.3, ποταμοῦ πυρὸς ... δοκιμαστοῦ τῶν ἀνθρώπων Cyr.H.Catech.15.21.
2 que aprueba, aprobatorio δύναμις op. ἀποδοκιμαστική Arr.Epict.1.1.1, cf. Theol.Ar.52, Sud.s.u. διατιμητικός.
3 subst. τὸ δ. tasa de verificación pagada al verificador de moneda por el examen y aprobación de las piezas BGU 2380.7, PTeb.701re.1.42, UPZ 156.13, PHib.110.30 (todos III a.C.).
II adv. -ῶς
1 a modo de prueba, de manera probatoria por medio de sufrimientos, Diad.Perf.95.
2 de manera aprobatoria, con aprobación πρὸς ἀλλήλους διακεῖσθαι καὶ φιλικῶς καὶ δ. Chrysipp.Stoic.3.160.
German (Pape)
[Seite 653] = δοκιμαστήριος, Suid. – Adv. bei Stob.
Russian (Dvoretsky)
δοκῐμαστικός: пригодный для оценки или подлежащий оценке Sext.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἔρευναν, Στωικ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 154.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δοκιμαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δοκιμασία, γίνεται για δοκιμασία, ο κατάλληλος για δοκιμή («δοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστική βολή»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην έρευνα, είναι κατάλληλος για έρευνα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δοκιμαστικόν
αμοιβή δοκιμαστή.