astilla: Difference between revisions
From LSJ
οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ → wine clouds one's mind, wine clouds one's judgement
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀγή]], [[ἀπογλυφή]], [[ἀπόθραυσμα]], [[ἀπόκνισμα]], [[ἀποπελέκημα]], [[δᾳδίον]], [[διάξυσμα]], [[ἔκψηγμα]], [[θραῦσμα]], [[κάρφος]], [[λεπίς]], [[παδησχέα]], [[παδησχέαι]], [[περίθλασμα]], [[περικνίδιον]], [[σκινδάλαμος]], [[σκινδαλμός]], [[σκόλοψ]], [[σχιδαλαμός]], [[σχίζα]], [[σχιζίον]], [[σχινδάλαμος]], [[σχινδαλμός]] | |sltx=[[ἀγή]], [[ἀπογλυφή]], [[ἀπόθραυσμα]], [[ἀπόκνισμα]], [[ἀπόκομμα]], [[ἀποπελέκημα]], [[δᾳδίον]], [[δίαγμα]], [[διάκλασμα]], [[διάξυσμα]], [[ἔκψηγμα]], [[θραῦσμα]], [[κάρφος]], [[λεπίς]], [[παδησχέα]], [[παδησχέαι]], [[περίθλασμα]], [[περικνίδιον]], [[σκινδάλαμος]], [[σκινδαλμός]], [[σκόλοψ]], [[σχιδαλαμός]], [[σχίζα]], [[σχιζίον]], [[σχινδάλαμος]], [[σχινδαλμός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:24, 8 March 2023
Spanish > Greek
ἀγή, ἀπογλυφή, ἀπόθραυσμα, ἀπόκνισμα, ἀπόκομμα, ἀποπελέκημα, δᾳδίον, δίαγμα, διάκλασμα, διάξυσμα, ἔκψηγμα, θραῦσμα, κάρφος, λεπίς, παδησχέα, παδησχέαι, περίθλασμα, περικνίδιον, σκινδάλαμος, σκινδαλμός, σκόλοψ, σχιδαλαμός, σχίζα, σχιζίον, σχινδάλαμος, σχινδαλμός