Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιθώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lithodis
|Transliteration C=lithodis
|Beta Code=liqw/dhs
|Beta Code=liqw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like stone]], [[stony]], γῆ <span class="bibl">Hdt.4.23</span>; ὁδός <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>4.4</span>; τόποι τραχεῖς καὶ λ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>590b23</span>; [[πεδίον]] (as pr. n.) <span class="bibl">Str.4.1.7</span>: Comp., of plants, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>783a31</span>: metaph., <b class="b3">λ. [κέαρ</b>] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>194e</span>; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.<span class="title">Mag.</span>3.61. Adv. -[[δῶς]], [[ὅσα]] (sc. [[ὕδατα]]) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.<span class="title">Fr.</span>66.16.</span>
|Definition=λιθῶδες, [[like stone]], [[stony]], γῆ [[Herodotus|Hdt.]]4.23; ὁδός X.''Eq.''4.4; τόποι τραχεῖς καὶ λ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''590b23; [[πεδίον]] (as pr. n.) Str.4.1.7: Comp., of plants, Arist.''GA''783a31: metaph., <b class="b3">λ. [κέαρ]</b> [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''194e; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.''Mag.''3.61. Adv. [[λιθωδῶς]], [[ὅσα]] (''[[sc.]]'' [[ὕδατα]]) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.''Fr.''66.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0046.png Seite 46]] ες, steinähnlich, steinhart, καὶ τραχὺ [[κέαρ]], Plat. Theaet. 194 c; steinig, [[ὁδός]], Xen. Equ. 4, 4; τόποι, Arist. H. A. 8, 2 u. Sp. Davon
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0046.png Seite 46]] ες, steinähnlich, steinhart, καὶ τραχὺ [[κέαρ]], Plat. Theaet. 194 c; steinig, [[ὁδός]], Xen. Equ. 4, 4; τόποι, Arist. H. A. 8, 2 u. Sp. Davon
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[pierreux]].<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[каменистый]] (γῆ Her.; [[ὁδός]] Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[подобный камню]] ([[κέαρ]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθώδης''': -ες, ὡς τὸ [[λιθοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς λίθον, [[πλήρης]] λίθων, [[πετρώδης]], γῆ Ἡρόδ. 4. 23· ὁδὸς Ξεν. Ἱππ. 4, 4· τόποι τραχεῖς καὶ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 20, κτλ.· μεταφορ., λ. [[κέαρ]] Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε· τῆς Νιόβης λιθωδέστερος Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτ. 3. 61. Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀέτ.
|lstext='''λῐθώδης''': -ες, ὡς τὸ [[λιθοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς λίθον, [[πλήρης]] λίθων, [[πετρώδης]], γῆ Ἡρόδ. 4. 23· ὁδὸς Ξεν. Ἱππ. 4, 4· τόποι τραχεῖς καὶ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 20, κτλ.· μεταφορ., λ. [[κέαρ]] Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε· τῆς Νιόβης λιθωδέστερος Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτ. 3. 61. Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀέτ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />pierreux.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[λιθώδης]], -ῶδες) [[λίθος]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[πέτρα]] («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] πέτρες, [[πετρώδης]] («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[σκληρόκαρδος]], [[άπονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιθωδῶς</i> (Α)<br />όπως οι πέτρες.
|mltxt=-ες (AM [[λιθώδης]], -ῶδες) [[λίθος]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[πέτρα]] («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] πέτρες, [[πετρώδης]] («τόποι τραχεῖς καὶ λιθώδεις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[σκληρόκαρδος]], [[άπονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιθωδῶς</i> (Α)<br />όπως οι πέτρες.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με λίθο, [[πετρώδης]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''λῐθώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με λίθο, [[πετρώδης]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[каменистый]] (γῆ Her.; [[ὁδός]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> подобный камню ([[κέαρ]] Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθώ-δης, ες [[εἶδος]]<br />like [[stone]], [[stony]], Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=λῐθώ-δης, ες [[εἶδος]]<br />like [[stone]], [[stony]], Hdt., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθώδης Medium diacritics: λιθώδης Low diacritics: λιθώδης Capitals: ΛΙΘΩΔΗΣ
Transliteration A: lithṓdēs Transliteration B: lithōdēs Transliteration C: lithodis Beta Code: liqw/dhs

English (LSJ)

λιθῶδες, like stone, stony, γῆ Hdt.4.23; ὁδός X.Eq.4.4; τόποι τραχεῖς καὶ λ. Arist.HA590b23; πεδίον (as pr. n.) Str.4.1.7: Comp., of plants, Arist.GA783a31: metaph., λ. [κέαρ] Pl.Tht.194e; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.Mag.3.61. Adv. λιθωδῶς, ὅσα (sc. ὕδατα) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.Fr.66.16.

German (Pape)

[Seite 46] ες, steinähnlich, steinhart, καὶ τραχὺ κέαρ, Plat. Theaet. 194 c; steinig, ὁδός, Xen. Equ. 4, 4; τόποι, Arist. H. A. 8, 2 u. Sp. Davon

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
pierreux.
Étymologie: λίθος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

λῐθώδης:
1 каменистый (γῆ Her.; ὁδός Xen.);
2 подобный камню (κέαρ Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθώδης: -ες, ὡς τὸ λιθοειδής, ὅμοιος πρὸς λίθον, πλήρης λίθων, πετρώδης, γῆ Ἡρόδ. 4. 23· ὁδὸς Ξεν. Ἱππ. 4, 4· τόποι τραχεῖς καὶ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 20, κτλ.· μεταφορ., λ. κέαρ Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε· τῆς Νιόβης λιθωδέστερος Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτ. 3. 61. Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀέτ.

Greek Monolingual

-ες (AM λιθώδης, -ῶδες) λίθος
1. όμοιος με πέτρα («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.)
2. γεμάτος πέτρες, πετρώδης («τόποι τραχεῖς καὶ λιθώδεις», Αριστοτ.)
μσν.
μτφ. σκληρόκαρδος, άπονος.
επίρρ...
λιθωδῶς (Α)
όπως οι πέτρες.

Greek Monotonic

λῐθώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με λίθο, πετρώδης, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

λῐθώ-δης, ες εἶδος
like stone, stony, Hdt., Xen.