ἀνασοβέω: Difference between revisions
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anasoveo | |Transliteration C=anasoveo | ||
|Beta Code=a)nasobe/w | |Beta Code=a)nasobe/w | ||
|Definition=< | |Definition=scare and make to start up: generally, [[rouse]], ἄγραν Pl. ''Ly.'' 206a; τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44d; <b class="b3">τινὰ πρὸς ὀργήν</b> Chor.p.206 B.: —Pass., <b class="b3">ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην</b> [[with ruffled]] hair, Luc.''Tim.''54; κόμη ἀνασεσοβημένη Id.''JTr.''30. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[espantar]], [[ahuyentar]] ἄγραν Pl.<i>Ly</i>.206a<br /><b class="num">•</b>fig. ref. a un enamorado μὴ τρόπος ἀπειθὴς ἀνασοβήσῃ ὃν εὖ μάλα τεθήρακεν ἡ μορφή Aristaenet.2.2.14<br /><b class="num">•</b>[[intimidar]], [[amedrentar]] με Pl.<i>Ep</i>.348a, τοὺς μάρτυρας <i>PEnteux</i>.86.6 (III a.C.), τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44c<br /><b class="num">•</b>abs. Plb.38.9.8, Chor.<i>Decl</i>.10.47<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. [[amedrentarse]], [[asustarse]], ἵνα μὴ ἀνασοβηθῶμεν <i>PLond</i>.1980.12 (III a.C.), τοὺς αἰπόλους ἀνασοβεῖσθαι <i>PCair.Zen</i>.338.3 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[excitar]] en v. pas. ([[γυνή]]) ἀνασεσοβημένη τοὺς τρόπους <i>SB</i> 9421.18 (III d.C.).<br /><b class="num">3</b> en v. med. [[erizarse]] ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην Luc.<i>Tim</i>.54, κόμη ἀνασοβουμένη Luc.<i>ITr</i>.30. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] aufscheuchen, erschrecken: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, mit aufgesträubtem Haar, Luc. Tim. 54; [[κόμη]] ἀνασοβουμένη, das sich vor Schreck sträubende Haar, Iup. trag. 30; übh. aufregen, Plat. Lys. 906 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] aufscheuchen, erschrecken: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, mit aufgesträubtem Haar, Luc. Tim. 54; [[κόμη]] ἀνασοβουμένη, das sich vor Schreck sträubende Haar, Iup. trag. 30; übh. aufregen, Plat. Lys. 906 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἀνασοβῶ]] :<br />faire se hérisser (de peur), effrayer, épouvanter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σοβέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνασοβέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[ставить дыбом]]: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην Luc. с торчащими дыбом волосами;<br /><b class="num">2</b> [[возбуждать]], [[раздражать]] (τοὺς ἀκροωμένους Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[спугивать]] (τὴν ἄγραν Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνασοβέω''': φοβῶ, πτοῶ, «[[σκιάζω]]», [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναπηδήσῃ ἐκ φόβου· ἐν γένει, [[διεγείρω]], ἄγραν Πλάτ. Λύσ. 206Α: ― Παθ. ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην, ἔχων αὐτὴν ὠρθωμένην, Λουκ. Τίμ. 54· [[κόμη]] ἀνασοβουμένη, ὀρθουμένη, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος μέλλοντος νὰ χρησμοδοτήσῃ, ὁ αὐτ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 30. | |lstext='''ἀνασοβέω''': φοβῶ, πτοῶ, «[[σκιάζω]]», [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναπηδήσῃ ἐκ φόβου· ἐν γένει, [[διεγείρω]], ἄγραν Πλάτ. Λύσ. 206Α: ― Παθ. ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην, ἔχων αὐτὴν ὠρθωμένην, Λουκ. Τίμ. 54· [[κόμη]] ἀνασοβουμένη, ὀρθουμένη, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος μέλλοντος νὰ χρησμοδοτήσῃ, ὁ αὐτ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 30. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνασοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβίζω]] και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην</i>, με ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀνασοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβίζω]] και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην</i>, με ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[scare]] and make to [[start]] up, to [[rouse]], Plat.:—Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with [[hair]] on end [[through]] [[fright]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:42, 16 March 2024
English (LSJ)
scare and make to start up: generally, rouse, ἄγραν Pl. Ly. 206a; τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44d; τινὰ πρὸς ὀργήν Chor.p.206 B.: —Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with ruffled hair, Luc.Tim.54; κόμη ἀνασεσοβημένη Id.JTr.30.
Spanish (DGE)
1 espantar, ahuyentar ἄγραν Pl.Ly.206a
•fig. ref. a un enamorado μὴ τρόπος ἀπειθὴς ἀνασοβήσῃ ὃν εὖ μάλα τεθήρακεν ἡ μορφή Aristaenet.2.2.14
•intimidar, amedrentar με Pl.Ep.348a, τοὺς μάρτυρας PEnteux.86.6 (III a.C.), τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44c
•abs. Plb.38.9.8, Chor.Decl.10.47
•en v. med.-pas. amedrentarse, asustarse, ἵνα μὴ ἀνασοβηθῶμεν PLond.1980.12 (III a.C.), τοὺς αἰπόλους ἀνασοβεῖσθαι PCair.Zen.338.3 (III a.C.).
2 excitar en v. pas. (γυνή) ἀνασεσοβημένη τοὺς τρόπους SB 9421.18 (III d.C.).
3 en v. med. erizarse ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην Luc.Tim.54, κόμη ἀνασοβουμένη Luc.ITr.30.
German (Pape)
[Seite 207] aufscheuchen, erschrecken: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, mit aufgesträubtem Haar, Luc. Tim. 54; κόμη ἀνασοβουμένη, das sich vor Schreck sträubende Haar, Iup. trag. 30; übh. aufregen, Plat. Lys. 906 a.
French (Bailly abrégé)
ἀνασοβῶ :
faire se hérisser (de peur), effrayer, épouvanter.
Étymologie: ἀνά, σοβέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασοβέω:
1 ставить дыбом: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην Luc. с торчащими дыбом волосами;
2 возбуждать, раздражать (τοὺς ἀκροωμένους Plut.);
3 спугивать (τὴν ἄγραν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασοβέω: φοβῶ, πτοῶ, «σκιάζω», κάμνω τινὰ νὰ ἀναπηδήσῃ ἐκ φόβου· ἐν γένει, διεγείρω, ἄγραν Πλάτ. Λύσ. 206Α: ― Παθ. ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην, ἔχων αὐτὴν ὠρθωμένην, Λουκ. Τίμ. 54· κόμη ἀνασοβουμένη, ὀρθουμένη, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος μέλλοντος νὰ χρησμοδοτήσῃ, ὁ αὐτ. Ζεὺς Τραγ. 30.
Greek Monotonic
ἀνασοβέω: μέλ. -ήσω, φοβίζω και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, με ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ.
Middle Liddell
to scare and make to start up, to rouse, Plat.:—Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with hair on end through fright, Luc.