τετραβάμων: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1096.png Seite 1096]] gen. ονος, vierfüßig; ἵπποι, Eur. El. 476; auch [[ἀπήνη]], Troad. 516.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1096.png Seite 1096]] gen. ονος, vierfüßig; ἵπποι, Eur. El. 476; auch [[ἀπήνη]], Troad. 516.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> [[à quatre pieds]];<br /><b>2</b> [[qui concerne un quadrupède]];<br /><b>3</b> attelé de quadrupèdes (char, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰβάμων:''' 2, gen. ονος (βᾱ)<br /><b class="num">1</b> [[четвероногий]] (ἵπποι Eur.): τ. [[ἀπήνη]] Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;<br /><b class="num">2</b> [[запряженный четверкой лошадей]] (ἅρματα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾰβάμων''': [ᾱ], -ον, γενικ. -ονος, (βαίνω), [[τετράπους]], ἵπποι Εὐρ. Ἠλ. 476· τ. [[ἀπήνη]] = τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 517· ἅρμασι τετραβάμοσι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 792· τετραβάμοσιν ἐν χαλαῖσον [[αὐτόθι]] 808· - τετραβάμοσι γυίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 376.
|lstext='''τετρᾰβάμων''': [ᾱ], -ον, γενικ. -ονος, (βαίνω), [[τετράπους]], ἵπποι Εὐρ. Ἠλ. 476· τ. [[ἀπήνη]] = τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 517· ἅρμασι τετραβάμοσι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 792· τετραβάμοσιν ἐν χαλαῖσον [[αὐτόθι]] 808· - τετραβάμοσι γυίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 376.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> à quatre pieds;<br /><b>2</b> qui concerne un quadrupède;<br /><b>3</b> attelé de quadrupèdes (char, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετρᾰβάμων:''' [ᾱ], -ον, γεν. <i>τετραβάμονος</i> ([[βαίνω]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] πόδια, [[τετράποδος]], σε Ευρ.· <i>τετραβάμοναι χαλαί</i>, <i>τετραβάμονα ψάλια</i>, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· <i>τετραβάμοσι γυίοις</i>, με το [[σχήμα]] τετράποδου, στον ίδ.
|lsmtext='''τετρᾰβάμων:''' [ᾱ], -ον, γεν. <i>τετραβάμονος</i> ([[βαίνω]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] πόδια, [[τετράποδος]], σε Ευρ.· <i>τετραβάμοναι χαλαί</i>, <i>τετραβάμονα ψάλια</i>, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· <i>τετραβάμοσι γυίοις</i>, με το [[σχήμα]] τετράποδου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰβάμων:''' 2, gen. ονος (βᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[четвероногий]] (ἵπποι Eur.): τ. [[ἀπήνη]] Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;<br /><b class="num">2)</b> запряженный четверкой лошадей (ἅρματα Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρᾰ-¯βάμων, ον, [[βαίνω]]<br />[[four]]-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, [[trappings]] of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the [[shape]] of a [[quadruped]], Eur.
|mdlsjtxt=τετρᾰ-¯βάμων, ον, [[βαίνω]]<br />[[four]]-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, [[trappings]] of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the [[shape]] of a [[quadruped]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 19:06, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰβάμων Medium diacritics: τετραβάμων Low diacritics: τετραβάμων Capitals: ΤΕΤΡΑΒΑΜΩΝ
Transliteration A: tetrabámōn Transliteration B: tetrabamōn Transliteration C: tetravamon Beta Code: tetraba/mwn

English (LSJ)

[βᾱ], ον, gen. ονος, (βῆμα)
A four-footed, ἵπποι E.El.476; τετραβάμων ἀπήνα = τέθριππον, Id.Tr.517; τετραβάμοναι χαλαί = the hoofs of horses, Id.Ph.808, cf. 792 (dub.); τετραβάμοσι γυίοις = in the shape of a quadruped, Id.Hel.376. (Dor.; the Att.-Ion. τετραβήμων is not found: used by E. only in lyr.)

German (Pape)

[Seite 1096] gen. ονος, vierfüßig; ἵπποι, Eur. El. 476; auch ἀπήνη, Troad. 516.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 à quatre pieds;
2 qui concerne un quadrupède;
3 attelé de quadrupèdes (char, etc.).
Étymologie: τέσσαρες, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰβάμων: 2, gen. ονος (βᾱ)
1 четвероногий (ἵπποι Eur.): τ. ἀπήνη Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;
2 запряженный четверкой лошадей (ἅρματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γενικ. -ονος, (βαίνω), τετράπους, ἵπποι Εὐρ. Ἠλ. 476· τ. ἀπήνη = τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 517· ἅρμασι τετραβάμοσι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 792· τετραβάμοσιν ἐν χαλαῖσον αὐτόθι 808· - τετραβάμοσι γυίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 376.

Greek Monolingual

-ον, Α
τετράποδος («τετραβάμονες ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. τριτοβάμων].

Greek Monotonic

τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. τετραβάμονος (βαίνω), αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος, σε Ευρ.· τετραβάμοναι χαλαί, τετραβάμονα ψάλια, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· τετραβάμοσι γυίοις, με το σχήμα τετράποδου, στον ίδ.

Middle Liddell

τετρᾰ-¯βάμων, ον, βαίνω
four-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, trappings of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the shape of a quadruped, Eur.