Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νιφοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nifostivis
|Transliteration C=nifostivis
|Beta Code=nifostibh/s
|Beta Code=nifostibh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[piled with snow]], νιφοστιβεῖς χειμῶνες <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>670</span>.</span>
|Definition=νιφοστιβές, [[piled with snow]], νιφοστιβεῖς χειμῶνες [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''670.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[où l'on foule la neige sous les pieds]].<br />'''Étymologie:''' *νίψ, [[στείβω]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>wo man im [[Schnee]] wandelt</i>, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Soph. <i>Aj</i>. 655.
}}
{{elru
|elrutext='''νῐφοστῐβής:''' [[устилающий дорогу или устланный снегом]] (χειμῶνες Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νῐφοστῐβής''': -ές, [[πλήρης]] χιόνων, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Σοφ. Αἴ. 670· πρβλ. [[ἡλιοστιβής]].
|lstext='''νῐφοστῐβής''': -ές, [[πλήρης]] χιόνων, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Σοφ. Αἴ. 670· πρβλ. [[ἡλιοστιβής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />où l’on foule la neige sous les pieds.<br />'''Étymologie:''' *νίψ, [[στείβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νιφοστιβής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[τόπο]] ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει [[κανείς]] σε [[χιόνι]], χιονοβάδιστος, [[γεμάτος]] χιόνια («τοῦτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίφα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χιονο</i>-<i>στιβής</i>].
|mltxt=[[νιφοστιβής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[τόπο]] ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει [[κανείς]] σε [[χιόνι]], χιονοβάδιστος, [[γεμάτος]] χιόνια («τοῦτο μὲν νιφοστιβεῖς χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίφα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]]), [[πρβλ]]. [[χιονοστιβής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νῐφοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), [[γεμάτος]] με χιόνια, σε Σοφ.
|lsmtext='''νῐφοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), [[γεμάτος]] με χιόνια, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''νῐφοστῐβής:''' [[устилающий дорогу или устланный снегом]] (χειμῶνες Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφοστῐβής Medium diacritics: νιφοστιβής Low diacritics: νιφοστιβής Capitals: ΝΙΦΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: niphostibḗs Transliteration B: niphostibēs Transliteration C: nifostivis Beta Code: nifostibh/s

English (LSJ)

νιφοστιβές, piled with snow, νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj.670.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
où l'on foule la neige sous les pieds.
Étymologie: *νίψ, στείβω.

German (Pape)

ές, wo man im Schnee wandelt, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Soph. Aj. 655.

Russian (Dvoretsky)

νῐφοστῐβής: устилающий дорогу или устланный снегом (χειμῶνες Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νῐφοστῐβής: -ές, πλήρης χιόνων, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Σοφ. Αἴ. 670· πρβλ. ἡλιοστιβής.

Greek Monolingual

νιφοστιβής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῦτο μὲν νιφοστιβεῖς χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + -στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονοστιβής].

Greek Monotonic

νῐφοστῐβής: -ές (στείβω), γεμάτος με χιόνια, σε Σοφ.

Middle Liddell

νῐφο-στῐβής, ές στείβω
piled with snow, Soph.

English (Woodhouse)

snow-covered

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)