σπερματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spermatodis
|Transliteration C=spermatodis
|Beta Code=spermatw/dhs
|Beta Code=spermatw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like seed]], Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>253</span>; <b class="b3">σ. κίνησις</b> the action [[of a sower]], [[varia lectio|v.l.]] for [[σπασματώδης]] ([[quod vide|q.v.]]). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[germinant]], metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); [[in the germ]], [[undeveloped]], <span class="bibl">Artem.4</span> <span class="title">Prooem.</span> (Comp.).</span>
|Definition=σπερματῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[like seed]], Sch.Nic.''Al.''253; <b class="b3">σ. κίνησις</b> the action [[of a sower]], [[varia lectio|v.l.]] for [[σπασματώδης]] ([[quod vide|q.v.]]).<br><span class="bld">II</span> [[germinant]], metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); [[in the germ]], [[undeveloped]], Artem.4 ''Prooemia'' (Comp.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] ες, saamenartig; übrtr., wie im Saamen enthalten, unentwickelt, Artemid. 4 prooem.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] ες, saamenartig; übrtr., wie im Saamen enthalten, unentwickelt, Artemid. 4 prooem.
}}
{{elru
|elrutext='''σπερμᾰτώδης:''' [[производящий семя]] ([[κίνησις]] Arst. - [[varia lectio|v.l.]] [[σπασματώδης]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπέρμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] σπόρου<br /><b>2.</b> [[γόνιμος]], [[δημιουργικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] σπέρματος, σε [[μορφή]] σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπερματώδης]] [[κίνησις]]» — [[κίνηση]] που μοιάζει με την [[κίνηση]] του σπέρματος (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «σπερματῶδες [[βρῶμα]]» — [[διατροφή]] με [[σιτηρά]] και όσπρια.
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπέρμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] σπόρου<br /><b>2.</b> [[γόνιμος]], [[δημιουργικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] σπέρματος, σε [[μορφή]] σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπερματώδης]] [[κίνησις]]» — [[κίνηση]] που μοιάζει με την [[κίνηση]] του σπέρματος (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «σπερματῶδες [[βρῶμα]]» — [[διατροφή]] με [[σιτηρά]] και όσπρια.
}}
{{elru
|elrutext='''σπερμᾰτώδης:''' [[производящий семя]] ([[κίνησις]] Arst. - [[varia lectio|v.l.]] [[σπασματώδης]]).
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτώδης Medium diacritics: σπερματώδης Low diacritics: σπερματώδης Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: spermatṓdēs Transliteration B: spermatōdēs Transliteration C: spermatodis Beta Code: spermatw/dhs

English (LSJ)

σπερματῶδες,
A like seed, Sch.Nic.Al.253; σ. κίνησις the action of a sower, v.l. for σπασματώδης (q.v.).
II germinant, metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); in the germ, undeveloped, Artem.4 Prooemia (Comp.).

German (Pape)

[Seite 920] ες, saamenartig; übrtr., wie im Saamen enthalten, unentwickelt, Artemid. 4 prooem.

Russian (Dvoretsky)

σπερμᾰτώδης: производящий семя (κίνησις Arst. - v.l. σπασματώδης).

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σπόρον, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 252· σπ. κίνησις, ἡ κίνησις τοῦ σπέρματος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ σπασματώδης παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. ὁ ἐν σπέρματι ἔτι ὤν, μεταφορ., Χαρώνδ. παρὰ Στοβ. 289 ἐν τέλ.· ὁ ἐν σπέρματι, ἀνανάπτυκτος, στοιχειώδης, Ἀρτεμίδ. 4, ἐν προοιμ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπέρμα, -ατος]
1. αυτός που έχει το σχήμα σπόρου
2. γόνιμος, δημιουργικός
3. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση σπέρματος, σε μορφή σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί
4. φρ. α) «σπερματώδης κίνησις» — κίνηση που μοιάζει με την κίνηση του σπέρματος (Αριστοτ.)
β) «σπερματῶδες βρῶμα» — διατροφή με σιτηρά και όσπρια.