χοροίτυπος: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />frappé (de l’archet) pour un chœur de danse (lyre).<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[τύπτω]].
|btext=ος, ον :<br />frappé (de l'archet) pour un chœur de danse (lyre).<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[τύπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοροῖ</i>, τοπική του [[χορός]], <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ἀντί]]-<i>τυπος</i>. Για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[χοροιθαλής]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοροῖ</i>, τοπική του [[χορός]], <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ἀντί]]-<i>τυπος</i>. Για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[χοροιθαλής]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].
}}
{{pape
|ptext=<i>beim Chortanze [[geschlagen]]</i>, [[λύρα]] <i>H.h. Merc</i>. 31.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:45, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροίτυπος Medium diacritics: χοροίτυπος Low diacritics: χοροίτυπος Capitals: ΧΟΡΟΙΤΥΠΟΣ
Transliteration A: choroítypos Transliteration B: choroitypos Transliteration C: choroitypos Beta Code: xoroi/tupos

English (LSJ)

ον, Pass., played for or to the choral dance, χέλυς h.Merc. 31.
danced over, ἄλσος Nonn. D. 13.95.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé (de l'archet) pour un chœur de danse (lyre).
Étymologie: χορός, τύπτω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί-τυπος. Για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].

German (Pape)

beim Chortanze geschlagen, λύρα H.h. Merc. 31.

Russian (Dvoretsky)

χοροίτῠπος: ударяемый в такт пляски (λύρα HH).

Middle Liddell

[cf. χοροιτύπος [epic for χορότυπος]
proparox. χοροίτυπος, ον, pass. played to the choral dance, Hhymn.