χιλιοστός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chiliostos
|Transliteration C=chiliostos
|Beta Code=xiliosto/s
|Beta Code=xiliosto/s
|Definition=ή, όν, [[thousandth]], X.Cyr.2.3.6, Pl.Phdr.249b, R.615c, etc.: ἡ [[χιλιοστή]] = [[tax of 1000th]], PEleph.14.12 (iii B. C.), Hsch.
|Definition=χιλιοστή, χιλιοστόν, [[thousandth]], X.Cyr.2.3.6, Pl.Phdr.249b, R.615c, etc.: ἡ [[χιλιοστή]] = [[tax of 1000th]], PEleph.14.12 (iii B. C.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] der tausendste, Plat. Phaedr. 249 b u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] der tausendste, Plat. Phaedr. 249 b u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[millième]].<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]].
}}
{{elru
|elrutext='''χῑλιοστός:''' [[тысячный]] (по порядку) Xen., Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χῑλιοστός''': -ή, -όν, τακτικὸν ἀριθμ. τοῦ [[χίλιοι]], τῷ χιλιοστῷ ἔτει Πλάτ. Φαῖδρ. 249Β, Πολ. 615C, Ξεν., κλπ.· ἡ χιλιοστὴ, [[τέλος]], δασμὸς τοῦ χιλιοστοῦ μέρους, «[[τέλος]] ἀπὸ τῆς ☥θυσίας» Ἡσύχ.
|lstext='''χῑλιοστός''': -ή, -όν, τακτικὸν ἀριθμ. τοῦ [[χίλιοι]], τῷ χιλιοστῷ ἔτει Πλάτ. Φαῖδρ. 249Β, Πολ. 615C, Ξεν., κλπ.· ἡ χιλιοστὴ, [[τέλος]], δασμὸς τοῦ χιλιοστοῦ μέρους, «[[τέλος]] ἀπὸ τῆς ☥θυσίας» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />millième.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χιλιοστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που κατέχει τον αριθμό [[χίλια]] σε [[σειρά]] ή [[τάξη]] (α. «ο [[χιλιοστός]] [[επιβάτης]]» β. «οὐκ ἂν κριθείην [[οὔτε]] [[πρῶτος]] [[οὔτε]] [[δεύτερος]] [[οἶμαι]] δὲ οὐδὲ [[χιλιοστός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[χιλιοστό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χιλιοστή</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χιλιοστή<br />[[τέλος]] ἀπὸ τῆς θυσίας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χίλιοι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οστός</i>. (αναλογικά [[προς]] το [[εικοστός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑκατ</i>-<i>οστός</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[χιλιοστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που κατέχει τον αριθμό [[χίλια]] σε [[σειρά]] ή [[τάξη]] (α. «ο [[χιλιοστός]] [[επιβάτης]]» β. «οὐκ ἂν κριθείην [[οὔτε]] [[πρῶτος]] [[οὔτε]] [[δεύτερος]] [[οἶμαι]] δὲ οὐδὲ [[χιλιοστός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[χιλιοστό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χιλιοστή</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χιλιοστή<br />[[τέλος]] ἀπὸ τῆς θυσίας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χίλιοι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οστός</i>. (αναλογικά [[προς]] το [[εικοστός]]), [[πρβλ]]. [[ἑκατοστός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῑλιοστός:''' -ή, -όν ([[χίλιοι]]), [[χιλιοστός]], σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''χῑλιοστός:''' -ή, -όν ([[χίλιοι]]), [[χιλιοστός]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''χῑλιοστός:''' [[тысячный]] (по порядку) Xen., Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χῑλιοστός, ή, όν [[χίλιοι]]<br />the [[thousandth]], Plat., Xen.
|mdlsjtxt=χῑλιοστός, ή, όν [[χίλιοι]]<br />the [[thousandth]], Plat., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιοστός Medium diacritics: χιλιοστός Low diacritics: χιλιοστός Capitals: ΧΙΛΙΟΣΤΟΣ
Transliteration A: chiliostós Transliteration B: chiliostos Transliteration C: chiliostos Beta Code: xiliosto/s

English (LSJ)

χιλιοστή, χιλιοστόν, thousandth, X.Cyr.2.3.6, Pl.Phdr.249b, R.615c, etc.: ἡ χιλιοστή = tax of 1000th, PEleph.14.12 (iii B. C.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1356] der tausendste, Plat. Phaedr. 249 b u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
millième.
Étymologie: χίλιοι.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιοστός: тысячный (по порядку) Xen., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοστός: -ή, -όν, τακτικὸν ἀριθμ. τοῦ χίλιοι, τῷ χιλιοστῷ ἔτει Πλάτ. Φαῖδρ. 249Β, Πολ. 615C, Ξεν., κλπ.· ἡ χιλιοστὴ, τέλος, δασμὸς τοῦ χιλιοστοῦ μέρους, «τέλος ἀπὸ τῆς ☥θυσίας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χιλιοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που κατέχει τον αριθμό χίλια σε σειρά ή τάξη (α. «ο χιλιοστός επιβάτης» β. «οὐκ ἂν κριθείην οὔτε πρῶτος οὔτε δεύτερος οἶμαι δὲ οὐδὲ χιλιοστός», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιοστό
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ χιλιοστή
(κατά τον Ησύχ.) «χιλιοστή
τέλος ἀπὸ τῆς θυσίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. -οστός. (αναλογικά προς το εικοστός), πρβλ. ἑκατοστός].

Greek Monotonic

χῑλιοστός: -ή, -όν (χίλιοι), χιλιοστός, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

χῑλιοστός, ή, όν χίλιοι
the thousandth, Plat., Xen.