Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεσόγαιος: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesogaios
|Transliteration C=mesogaios
|Beta Code=meso/gaios
|Beta Code=meso/gaios
|Definition=ον, also α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inland]], [[in the heart of a country]], μ. οἰκέειν <span class="bibl">Hdt.1.145</span>; <b class="b3">τὴν μ. τῆς ὁδοῦ</b> the [[inland]] road, <span class="bibl">Id.7.124</span>, <span class="bibl">9.89</span>; μ. πόλεις <span class="bibl">Plb.2.5.2</span>; <b class="b3">ὁ μ</b>., opp. <b class="b3">οἱ παράκτιοι</b>, <span class="title">IG</span>5(2).268.25 (Mantinea, i B. C.): Comp. [[μεσογαιότερος]] ([[varia lectio|v.l.]] -ειό-) <span class="bibl">Str.13.1.51</span>: Att. also μεσόγεως, ων, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>909c</span>; Ep. μεσσόγεως <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>37</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]] μεσόγαια, ἡ, [[inland parts]], [[interior]], <span class="bibl">Hdt.1.175</span>, <span class="bibl">2.7</span>,<span class="bibl">9</span>, etc.; μεσόγεια, ἡ, <span class="bibl">Th.1.100</span>, <span class="bibl">120</span>, <span class="bibl">6.88</span>, <span class="bibl">D.18.301</span>:—also μεσόγαια, τά, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>4.53</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[μεσόγεια]], ἡ, [[continent]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>168</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[Μεσόγειοι]], [[οἱ]], [[inhabitants of the interior]] of Attica, <span class="title">IG</span>22.1245.</span>
|Definition=μεσόγαιον, also α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[inland]], [[in the heart of a country]], μ. οἰκέειν [[Herodotus|Hdt.]]1.145; <b class="b3">τὴν μ. τῆς ὁδοῦ</b> the [[inland]] road, Id.7.124, 9.89; μ. πόλεις Plb.2.5.2; <b class="b3">ὁ μ.</b>, opp. <b class="b3">οἱ παράκτιοι</b>, ''IG''5(2).268.25 (Mantinea, i B. C.): Comp. [[μεσογαιότερος]] ([[varia lectio|v.l.]] -ειό-) Str.13.1.51: Att. also [[μεσόγεως]], ων, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''909c; Ep. [[μεσσόγεως]] Call.''Dian.''37.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]] μεσόγαια, ἡ, [[inland parts]], [[interior]], [[Herodotus|Hdt.]]1.175, 2.7,9, etc.; μεσόγεια, ἡ, Th.1.100, 120, 6.88, D.18.301:—also [[μεσόγαια]], τά, App.''BC''4.53.<br><span class="bld">2</span> [[μεσόγεια]], ἡ, [[continent]], Call.''Del.''168.<br><span class="bld">III</span> [[Μεσόγειοι]], οἱ, [[inhabitants of the interior]] of Attica, ''IG''22.1245.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0138.png Seite 138]] mittelländisch, mitten im Lande gelegen, Sp.; μεσογαιότερος, Strab. XIII, 606.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0138.png Seite 138]] mittelländisch, mitten im Lande gelegen, Sp.; μεσογαιότερος, Strab. XIII, 606.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[situé au milieu des terres]].<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[γαῖα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσόγαιος:''' <b class="num">II</b> ἡ (''[[sc.]]'' [[χώρα]]) Polyb. = [[μεσόγαια]].<br />находящийся в глубине страны, внутренний, глубинный (πόλεις Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσόγαιος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, ὁ κείμενος εἰς τὰ ἐσωτερικὰ μέρη χώρας τινός, μ. οἰκέειν Ἡρόδ. 1. 145· τὴν μ. τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 7. 124· - Ἀττ. καὶ μεσόγεως, ων, Πλάτ. Νόμ. 909Α· Ἐπικ. [[μεσσόγεως]], Καλλ. εἰς Ἄρτ. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. μεσογαία, ἡ, τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας, τὰ μεσόγεια μέρη, Λατ. loca mediterranea, Ἡρόδ. 1. 175., 2. 7, 9, κτλ.· οὕτω μεσογεία, ἡ, Θουκ. 1. 100, 120., 88, Δημ. 326. 9.
|lstext='''μεσόγαιος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, ὁ κείμενος εἰς τὰ ἐσωτερικὰ μέρη χώρας τινός, μ. οἰκέειν Ἡρόδ. 1. 145· τὴν μ. τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 7. 124· - Ἀττ. καὶ μεσόγεως, ων, Πλάτ. Νόμ. 909Α· Ἐπικ. [[μεσσόγεως]], Καλλ. εἰς Ἄρτ. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. μεσογαία, ἡ, τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας, τὰ μεσόγεια μέρη, Λατ. loca mediterranea, Ἡρόδ. 1. 175., 2. 7, 9, κτλ.· οὕτω μεσογεία, ἡ, Θουκ. 1. 100, 120., 88, Δημ. 326. 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />situé au milieu des terres.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[γαῖα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσόγαιος:''' -ον, επίσης -α, -ον ([[γαῖα]]=γῆ),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα της χώρας, στην [[καρδιά]] της (ο [[ηπειρωτικός]]), σε Ηρόδ.· <i>τὴν μεσόγαιαν τῆς ὁδοῦ</i>, ο [[δρόμος]] που οδηγεί στα ενδότερα, στον ίδ.· στην Αττ. επίσης [[μεσόγεως]], <i>-ων</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., μεσογαία, <i>ἡ</i>, τα ενδότερα μέρη μιας χώρας, [[ενδοχώρα]], Λατ. [[loca]] mediterranea, σε Ηρόδ.· ομοίως, μεσογεία, <i>ἡ</i>, σε Θουκ., Δημ.
|lsmtext='''μεσόγαιος:''' -ον, επίσης -α, -ον ([[γαῖα]]=γῆ),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα της χώρας, στην [[καρδιά]] της (ο [[ηπειρωτικός]]), σε Ηρόδ.· <i>τὴν μεσόγαιαν τῆς ὁδοῦ</i>, ο [[δρόμος]] που οδηγεί στα ενδότερα, στον ίδ.· στην Αττ. επίσης [[μεσόγεως]], <i>-ων</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., μεσογαία, <i>ἡ</i>, τα ενδότερα μέρη μιας χώρας, [[ενδοχώρα]], Λατ. [[loca]] mediterranea, σε Ηρόδ.· ομοίως, μεσογεία, <i>ἡ</i>, σε Θουκ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσόγαιος:''' <b class="num">II</b> ἡ (sc. [[χώρα]]) Polyb. = [[μεσόγαια]].<br />находящийся в глубине страны, внутренний, глубинный (πόλεις Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεσό-γαιος, ον [[γαῖα]], = γῆ]<br />[[inland]], in the [[heart]] of a [[country]], Hdt.; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the [[inland]] [[road]], Hdt.
|mdlsjtxt=μεσό-γαιος, ον [[γαῖα]], = γῆ]<br />[[inland]], in the [[heart]] of a [[country]], Hdt.; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the [[inland]] [[road]], Hdt.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[μεσόγειος]] (=αὐτός πού βρίσκεται στό ἐσωτερικό μιᾶς χώρας). Σύνθετο ἀπό τό [[μέσος]] + [[γῆ]].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόγαιος Medium diacritics: μεσόγαιος Low diacritics: μεσόγαιος Capitals: ΜΕΣΟΓΑΙΟΣ
Transliteration A: mesógaios Transliteration B: mesogaios Transliteration C: mesogaios Beta Code: meso/gaios

English (LSJ)

μεσόγαιον, also α, ον,
A inland, in the heart of a country, μ. οἰκέειν Hdt.1.145; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the inland road, Id.7.124, 9.89; μ. πόλεις Plb.2.5.2; ὁ μ., opp. οἱ παράκτιοι, IG5(2).268.25 (Mantinea, i B. C.): Comp. μεσογαιότερος (v.l. -ειό-) Str.13.1.51: Att. also μεσόγεως, ων, Pl.Lg.909c; Ep. μεσσόγεως Call.Dian.37.
II as substantive μεσόγαια, ἡ, inland parts, interior, Hdt.1.175, 2.7,9, etc.; μεσόγεια, ἡ, Th.1.100, 120, 6.88, D.18.301:—also μεσόγαια, τά, App.BC4.53.
2 μεσόγεια, ἡ, continent, Call.Del.168.
III Μεσόγειοι, οἱ, inhabitants of the interior of Attica, IG22.1245.

German (Pape)

[Seite 138] mittelländisch, mitten im Lande gelegen, Sp.; μεσογαιότερος, Strab. XIII, 606.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au milieu des terres.
Étymologie: μέσος, γαῖα.

Russian (Dvoretsky)

μεσόγαιος: II ἡ (sc. χώρα) Polyb. = μεσόγαια.
находящийся в глубине страны, внутренний, глубинный (πόλεις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μεσόγαιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, ὁ κείμενος εἰς τὰ ἐσωτερικὰ μέρη χώρας τινός, μ. οἰκέειν Ἡρόδ. 1. 145· τὴν μ. τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 7. 124· - Ἀττ. καὶ μεσόγεως, ων, Πλάτ. Νόμ. 909Α· Ἐπικ. μεσσόγεως, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. μεσογαία, ἡ, τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας, τὰ μεσόγεια μέρη, Λατ. loca mediterranea, Ἡρόδ. 1. 175., 2. 7, 9, κτλ.· οὕτω μεσογεία, ἡ, Θουκ. 1. 100, 120., 88, Δημ. 326. 9.

Greek Monolingual

-ο (Α μεσόγαιος, -ον και, -αία, -ον)
βλ. μεσόγειος.

Greek Monotonic

μεσόγαιος: -ον, επίσης -α, -ον (γαῖα=γῆ),
I. αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα της χώρας, στην καρδιά της (ο ηπειρωτικός), σε Ηρόδ.· τὴν μεσόγαιαν τῆς ὁδοῦ, ο δρόμος που οδηγεί στα ενδότερα, στον ίδ.· στην Αττ. επίσης μεσόγεως, -ων, σε Πλάτ.
II. ως ουσ., μεσογαία, , τα ενδότερα μέρη μιας χώρας, ενδοχώρα, Λατ. loca mediterranea, σε Ηρόδ.· ομοίως, μεσογεία, , σε Θουκ., Δημ.

Middle Liddell

μεσό-γαιος, ον γαῖα, = γῆ]
inland, in the heart of a country, Hdt.; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the inland road, Hdt.

Mantoulidis Etymological

μεσόγειος (=αὐτός πού βρίσκεται στό ἐσωτερικό μιᾶς χώρας). Σύνθετο ἀπό τό μέσος + γῆ.