ἀπόσπασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apospasma
|Transliteration C=apospasma
|Beta Code=a)po/spasma
|Beta Code=a)po/spasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is torn off]], [[a piece]], [[rag]], [[shred]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span> 113b</span>; [[branch]], [[division of a tribe]], <span class="bibl">Str.9.5.12</span>, cf. <span class="bibl">Agatharch.57</span>: generally, [[a detached portion]] or [[particle]], ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. τὸ σπέρμα <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>329</span>, Zeno Stoic.1.36, Chrysipp.ib.2.191, <span class="bibl">Ph.1.119</span>; μύθου <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[avulsion]], [[tearing apart]] of bones, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>23</span>, cf. Gal.18(2).887.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is torn off]], a [[piece]], [[rag]], [[shred]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 113b; [[branch]], [[division of a tribe]], Str.9.5.12, cf. Agatharch.57: generally, [[a detached portion]] or [[particle]], ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. τὸ σπέρμα Epicur.''Fr.''329, Zeno Stoic.1.36, Chrysipp.ib.2.191, Ph.1.119; μύθου Corn.''ND''17.<br><span class="bld">2</span> [[avulsion]], [[tearing apart]] of bones, Hp.''Off.''23, cf. Gal.18(2).887.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[fragmento]], [[trozo]], [[pedazo]] ἡλίου de la luna Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.16 (= Emp.A 55), del Piriflegetonte οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα Pl.<i>Phd</i>.113b<br /><b class="num">•</b>[[rama]] de un pueblo o una tribu, Str.9.5.12, Agatharch.57<br /><b class="num">•</b>[[partícula]] ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. (τὸ σπέρμα) Epicur.<i>Fr</i>.[161], cf. Zeno.<i>Stoic</i>.1.36, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.191, ἡ δὲ ψυχὴ αἰθέρος ἐστίν, ἀ. θεῖον Ph.1.119<br /><b class="num">•</b>[[fragmento]] de un texto, Corn.<i>ND</i> 17.<br /><b class="num">2</b> medic. [[torcedura]] de los huesos, Hp.<i>Off</i>.23, cf. Gal.18(2).887.<br /><b class="num">3</b> usos inciertos<br /><b class="num">a)</b> trad. del hápax hebr. <i>queres</i> [[mosquito]]’[[ἀπόσπασμα]] ἀπὸ βορρά ἦλθεν [[LXX]] <i>Ie</i>.26.20 (= <i>Ie</i>.46.20 text. hebr.);<br /><b class="num">b)</b> trad. del hápax hebr. <i>gisrah</i> ναζιραῖοι ... ἐπυρρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ [[ἀπόσπασμα]] αὐτῶν [[LXX]] <i>La</i>.4.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0325.png Seite 325]] τό, das abgerissene Stück, Lappen, Plat. Phaed. 113 b; Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0325.png Seite 325]] τό, das abgerissene Stück, Lappen, Plat. Phaed. 113 b; Plut.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />partie détachée d'un tout ; extrait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόσπασμα:''' ατος τό кусок, клочок Plat., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόσπασμα''': -ατος, τὸ ([[ἀποσπάω]]) πᾶν μικρὸν [[μέρος]] ἀποσπώμενον, ἢ ἀποχωριζόμενον ἐκ μεγάλου, Πλάτ. Φαίδων 113Β· [[κλάδος]] [[διαίρεσις]] φυλῆς, Στράβ. 434· [[καθόλου]] ἀπεσπασμένον [[μέρος]] ἢ [[μόριον]], Ψυχῆς καὶ σώματος ἀπ. τὸ [[σπέρμα]] Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2, 905Β, πρβλ. Φίλωνα 1. 119. 2) [[κάταγμα]] τοῦ ἄκρου ὀστοῦ τινος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 748, κατὰ τὸν Γαλην. 3) [[ἀπόσπασμα]] ἢ [[τεμάχιον]] ἐκ τῶν ἔργων συγγραφέως τινὸς μεταγεν.
|lstext='''ἀπόσπασμα''': -ατος, τὸ ([[ἀποσπάω]]) πᾶν μικρὸν [[μέρος]] ἀποσπώμενον, ἢ ἀποχωριζόμενον ἐκ μεγάλου, Πλάτ. Φαίδων 113Β· [[κλάδος]] [[διαίρεσις]] φυλῆς, Στράβ. 434· [[καθόλου]] ἀπεσπασμένον [[μέρος]] ἢ [[μόριον]], Ψυχῆς καὶ σώματος ἀπ. τὸ [[σπέρμα]] Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2, 905Β, πρβλ. Φίλωνα 1. 119. 2) [[κάταγμα]] τοῦ ἄκρου ὀστοῦ τινος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 748, κατὰ τὸν Γαλην. 3) [[ἀπόσπασμα]] ἢ [[τεμάχιον]] ἐκ τῶν ἔργων συγγραφέως τινὸς μεταγεν.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />partie détachée d’un tout ; extrait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[fragmento]], [[trozo]], [[pedazo]] ἡλίου de la luna Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.16 (= Emp.A 55), del Piriflegetonte οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα Pl.<i>Phd</i>.113b<br /><b class="num">•</b>[[rama]] de un pueblo o una tribu, Str.9.5.12, Agatharch.57<br /><b class="num">•</b>[[partícula]] ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. (τὸ σπέρμα) Epicur.<i>Fr</i>.[161], cf. Zeno.<i>Stoic</i>.1.36, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.191, ἡ δὲ ψυχὴ αἰθέρος ἐστίν, ἀ. θεῖον Ph.1.119<br /><b class="num">•</b>[[fragmento]] de un texto, Corn.<i>ND</i> 17.<br /><b class="num">2</b> medic. [[torcedura]] de los huesos, Hp.<i>Off</i>.23, cf. Gal.18(2).887.<br /><b class="num">3</b> usos inciertos<br /><b class="num">a)</b> trad. del hápax hebr. <i>queres</i> ‘[[mosquito]]’[[ἀπόσπασμα]] ἀπὸ βορρά ἦλθεν [[LXX]] <i>Ie</i>.26.20 (= <i>Ie</i>.46.20 text. hebr.);<br /><b class="num">b)</b> trad. del hápax hebr. <i>gisrah</i> ναζιραῖοι ... ἐπυρρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ [[ἀπόσπασμα]] αὐτῶν [[LXX]] <i>La</i>.4.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόσπασμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί ή αποσπαστεί, [[τεμάχιο]], [[ράκος]], [[απόκομμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπόσπασμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί ή αποσπαστεί, [[τεμάχιο]], [[ράκος]], [[απόκομμα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόσπασμα:''' ατος τό кусок, клочок Plat., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[ἀποσπάω]]<br />that [[which]] is [[torn]] off, a [[piece]], rag, [[shred]], Plat.
|mdlsjtxt=[From [[ἀποσπάω]]<br />that [[which]] is [[torn]] off, a [[piece]], rag, [[shred]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσπασμα Medium diacritics: ἀπόσπασμα Low diacritics: απόσπασμα Capitals: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: apóspasma Transliteration B: apospasma Transliteration C: apospasma Beta Code: a)po/spasma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is torn off, a piece, rag, shred, Pl.Phd. 113b; branch, division of a tribe, Str.9.5.12, cf. Agatharch.57: generally, a detached portion or particle, ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. τὸ σπέρμα Epicur.Fr.329, Zeno Stoic.1.36, Chrysipp.ib.2.191, Ph.1.119; μύθου Corn.ND17.
2 avulsion, tearing apart of bones, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fragmento, trozo, pedazo ἡλίου de la luna Ach.Tat.Intr.Arat.16 (= Emp.A 55), del Piriflegetonte οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα Pl.Phd.113b
rama de un pueblo o una tribu, Str.9.5.12, Agatharch.57
partícula ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. (τὸ σπέρμα) Epicur.Fr.[161], cf. Zeno.Stoic.1.36, Chrysipp.Stoic.2.191, ἡ δὲ ψυχὴ αἰθέρος ἐστίν, ἀ. θεῖον Ph.1.119
fragmento de un texto, Corn.ND 17.
2 medic. torcedura de los huesos, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.
3 usos inciertos
a) trad. del hápax hebr. queresmosquitoἀπόσπασμα ἀπὸ βορρά ἦλθεν LXX Ie.26.20 (= Ie.46.20 text. hebr.);
b) trad. del hápax hebr. gisrah ναζιραῖοι ... ἐπυρρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ ἀπόσπασμα αὐτῶν LXX La.4.7.

German (Pape)

[Seite 325] τό, das abgerissene Stück, Lappen, Plat. Phaed. 113 b; Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
partie détachée d'un tout ; extrait.
Étymologie: ἀποσπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόσπασμα: ατος τό кусок, клочок Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσπασμα: -ατος, τὸ (ἀποσπάω) πᾶν μικρὸν μέρος ἀποσπώμενον, ἢ ἀποχωριζόμενον ἐκ μεγάλου, Πλάτ. Φαίδων 113Β· κλάδος διαίρεσις φυλῆς, Στράβ. 434· καθόλου ἀπεσπασμένον μέροςμόριον, Ψυχῆς καὶ σώματος ἀπ. τὸ σπέρμα Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2, 905Β, πρβλ. Φίλωνα 1. 119. 2) κάταγμα τοῦ ἄκρου ὀστοῦ τινος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 748, κατὰ τὸν Γαλην. 3) ἀπόσπασματεμάχιον ἐκ τῶν ἔργων συγγραφέως τινὸς μεταγεν.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἀπόσπασμα)
μσν.- νεοελλ.
τμήμα συγγραφικού κειμένου, χωρίο, περίοδος, φράση
νεοελλ.
1. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας
2. το εκτελεστικό απόσπασμα στο οποίο ανατίθεται θανατική εκτέλεση
αρχ.
1. γεν. κάθε μικρό τμήμα που αποσπάται ή αποχωρίζεται από ένα σύνολο
2. κλάδος, υποδιαίρεση φυλής
3. σπάσιμο, κάταγμα.

Greek Monotonic

ἀπόσπασμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί ή αποσπαστεί, τεμάχιο, ράκος, απόκομμα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[From ἀποσπάω
that which is torn off, a piece, rag, shred, Plat.