παραχειμασία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paracheimasia
|Transliteration C=paracheimasia
|Beta Code=paraxeimasi/a
|Beta Code=paraxeimasi/a
|Definition=ἡ, [[wintering in]] a place, <span class="bibl">Plb.3.35.1</span>, <span class="title">SIG</span>762.16 (Odessus, i B. C.), <span class="bibl">D.S.14.38</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>27.12</span>; ἐνταῦθα τὴν π. ἐποιεῖτο <span class="bibl">D.S.20.28</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[wintering in]] a place, Plb.3.35.1, ''SIG''762.16 (Odessus, i B. C.), [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.38, ''Act.Ap.''27.12; ἐνταῦθα τὴν π. ἐποιεῖτο [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0508.png Seite 508]] ἡ, das Überwintern, τὴν παραχειμασίαν ποιεῖσθαι ἐν πόλει, überwintern, seine Winterquartiere dort haben, Pol. 3, 35, 1, u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0508.png Seite 508]] ἡ, das Überwintern, τὴν παραχειμασίαν ποιεῖσθαι ἐν πόλει, überwintern, seine Winterquartiere dort haben, Pol. 3, 35, 1, u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[quartiers d'hiver]].<br />'''Étymologie:''' [[παραχειμάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παραχειμασία -ας, ἡ [παραχειμάζω] [[overwintering]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραχειμᾰσία:''' ἡ [[зимовка или зимние квартиры]] NT: παραχειμασίαν ποιεῖσθαι Plut. зимовать.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραχειμᾰσία''': ἡ, τὸ παραχειμάζειν, διέρχεσθαι τὸν χειμῶνα ἔν τινι τόπῳ, Πολύβ. 3. 35, 1· π. ποιεῖσθαι ἐν ... Ἄννα Κομν. 2. 185, 21· κατὰ ... ὁ αὐτ. 2. 266, 15.
|lstext='''παραχειμᾰσία''': ἡ, τὸ παραχειμάζειν, διέρχεσθαι τὸν χειμῶνα ἔν τινι τόπῳ, Πολύβ. 3. 35, 1· π. ποιεῖσθαι ἐν ... Ἄννα Κομν. 2. 185, 21· κατὰ ... ὁ αὐτ. 2. 266, 15.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />quartiers d'hiver.<br />'''Étymologie:''' [[παραχειμάζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραχειμᾰσία:''' ἡ, [[ξεχειμώνιασμα]] σ' ένα [[μέρος]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''παραχειμᾰσία:''' ἡ, [[ξεχειμώνιασμα]] σ' ένα [[μέρος]], σε Πολύβ.
}}
{{elnl
|elnltext=παραχειμασία -ας, ἡ [παραχειμάζω] overwintering.
}}
{{elru
|elrutext='''παραχειμᾰσία:''' ἡ [[зимовка или зимние квартиры]] NT: παραχειμασίαν ποιεῖσθαι Plut. зимовать.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχειμᾰσία Medium diacritics: παραχειμασία Low diacritics: παραχειμασία Capitals: ΠΑΡΑΧΕΙΜΑΣΙΑ
Transliteration A: paracheimasía Transliteration B: paracheimasia Transliteration C: paracheimasia Beta Code: paraxeimasi/a

English (LSJ)

ἡ, wintering in a place, Plb.3.35.1, SIG762.16 (Odessus, i B. C.), D.S.14.38, Act.Ap.27.12; ἐνταῦθα τὴν π. ἐποιεῖτο D.S.20.28.

German (Pape)

[Seite 508] ἡ, das Überwintern, τὴν παραχειμασίαν ποιεῖσθαι ἐν πόλει, überwintern, seine Winterquartiere dort haben, Pol. 3, 35, 1, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
quartiers d'hiver.
Étymologie: παραχειμάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραχειμασία -ας, ἡ [παραχειμάζω] overwintering.

Russian (Dvoretsky)

παραχειμᾰσία:зимовка или зимние квартиры NT: παραχειμασίαν ποιεῖσθαι Plut. зимовать.

Greek (Liddell-Scott)

παραχειμᾰσία: ἡ, τὸ παραχειμάζειν, διέρχεσθαι τὸν χειμῶνα ἔν τινι τόπῳ, Πολύβ. 3. 35, 1· π. ποιεῖσθαι ἐν ... Ἄννα Κομν. 2. 185, 21· κατὰ ... ὁ αὐτ. 2. 266, 15.

English (Strong)

from παραχειμάζω; a wintering over: winter in.

English (Thayer)

παραχειμασιας, ἡ (παραχειμάζω), a passing the winter, wintering: Polybius 3,34, 6; (3,35, 1); Diodorus 19,68.)

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
η διαχείμαση, το ξεχειμώνιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραχειμάζω, κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monotonic

παραχειμᾰσία: ἡ, ξεχειμώνιασμα σ' ένα μέρος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

παραχειμᾰσία, ἡ, [from παραχειμάζω
a wintering in a place, Polyb.

Chinese

原文音譯:paraceimas⋯a 爬拉-黑馬西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-(過)冬
字義溯源:在過冬,冬,冬季;源自(παραχειμάζω)=過冬),由(παρά)*=旁,出)與(χειμάζω)=面臨風雨)組成;其中 (χειμάζω)出自(χειμών)=暴風雨), (χειμών)出自(Χερούβ)X*=灌注), (Χερούβ)X出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂開)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 冬(1) 徒27:12