παραχειμάζω
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
pf. part. παρακεχειμακώς Act.Ap.28.11:—winter at a place, Hyp.Fr.260, D.34.8, 56.30, Peripl.M.Rubr.32, etc.; π. ἐν πόλει Plu.Sert.3.
German (Pape)
[Seite 508] überwintern, den Winter über an einem Orte bleiben; ἐκεῖ, Dem. 34, 8; Hyperid. bei Phot.; Pol. 2, 64 u. öfter, u. a. Sp., bes. von Winterquartieren des Heeres.
French (Bailly abrégé)
passer l'hiver qqe part, hiverner.
Étymologie: παρά, χειμάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-χειμάζω overwinteren.
Russian (Dvoretsky)
παραχειμάζω: проводить зиму, зимовать Dem., Polyb., Plut., NT.
English (Strong)
from παρά and χειμάζω; to winter near, i.e. stay with over the rainy season: winter.
English (Thayer)
future παραχειμάσω; 1st aorist infinitive παραχειμάσαι; perfect participle παρακεχειμακως; to winter, pass the winter, with one or at a place: ἐν τῇ νήσῳ, ἐκεῖ, Demosthenes, p. 909,15; Polybius 2,64, 1; Diodorus 19,34; Plutarch, Sertor. 3; Dio Cassius, 40,4.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
περνώ κάπου τον χειμώνα, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χειμάζω «ξεχειμωνιάζω»].
Greek Monotonic
παραχειμάζω: μτχ. παρακ. -κεχειμακώς, περνώ το χειμώνα μέσα ή σε κάποιο μέρος, σε Δήμ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
παραχειμάζω: πρκμ. -κεχειμακώς Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 11· - διέρχομαι τὸν χειμῶνα ἔν τινι τόπῳ, Ὑπερείδ. παρὰ Φωτ., Δημ. 909. 14., 1293. 4, κτλ.· π. ἐν τόπῳ Πλουτ. Σερτώρ. 3· εἰς .. Ἄννα Κομν. 2. 271, 5.
Middle Liddell
perf. part. -κεχειμακώς
to winter in or at a place, Dem., etc.
Chinese
原文音譯:paraceim£zw 爬拉-黑馬索
詞類次數:動詞(4)
原文字根:在旁-冬
字義溯源:過冬;由(παρά)*=旁,出於)與(χειμάζω)=面臨風雨)組成;其中 (χειμάζω)出自(χειμών)=暴風雨), (χειμών)出自(Χερούβ)X*=灌注), (Χερούβ)X出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂開)
出現次數:總共(4);徒(2);林前(1);多(1)
譯字彙編:
1) 過冬(3) 徒27:12; 林前16:6; 多3:12;
2) 過了冬(1) 徒28:11