φοιβόληπτος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foivoliptos
|Transliteration C=foivoliptos
|Beta Code=foibo/lhptos
|Beta Code=foibo/lhptos
|Definition=Ion. φοιβό-λαμπτος, ον, [[possessed by Phoebus]], <span class="bibl">Hdt.4.13</span>, Lyc.1460, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>48</span>, <span class="bibl">Plot.5.8.10</span>.
|Definition=Ion. [[φοιβόλαμπτος]], ον, [[possessed by Phoebus]], [[Herodotus|Hdt.]]4.13, Lyc.1460, Plu.''Pomp.''48, Plot.5.8.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />possédé, inspiré de Phœbos.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖβος]], [[ληπτός]].
|btext=ος, ον :<br />[[possédé]], [[inspiré de Phœbos]].<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖβος]], [[ληπτός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φοιβόληπτος]], -ον, ΝΑ, και ιων. τ. [[φοιβόλαμπτος]], -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διακατέχεται από ποιητική [[έμπνευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο [[προφητικός]] («τὴν φοιβόληπτον [[χελιδόνα]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νυμφό</i>-<i>ληπτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φοιβόληπτος]], -ον, ΝΑ, και ιων. τ. [[φοιβόλαμπτος]], -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διακατέχεται από ποιητική [[έμπνευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο [[προφητικός]] («τὴν φοιβόληπτον [[χελιδόνα]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. [[νυμφόληπτος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φοιβόληπτος:''' [[одержимый Фебом]], [[боговдохновенный]] ([[ὥσπερ]] [[ἐπίπνους]] καὶ φ. Plut.).
|elrutext='''φοιβόληπτος:''' [[одержимый Фебом]], [[боговдохновенный]] ([[ὥσπερ]] [[ἐπίπνους]] καὶ φ. Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβόληπτος Medium diacritics: φοιβόληπτος Low diacritics: φοιβόληπτος Capitals: ΦΟΙΒΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: phoibólēptos Transliteration B: phoibolēptos Transliteration C: foivoliptos Beta Code: foibo/lhptos

English (LSJ)

Ion. φοιβόλαμπτος, ον, possessed by Phoebus, Hdt.4.13, Lyc.1460, Plu.Pomp.48, Plot.5.8.10.

German (Pape)

[Seite 1295] vom Phöbus ergriffen, begeistert, Lycophr. 1460.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
possédé, inspiré de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος, ληπτός.

Greek Monolingual

-η, -ο / φοιβόληπτος, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, -ον, Α
νεοελλ.
αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση
αρχ.
αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφόληπτος].

Russian (Dvoretsky)

φοιβόληπτος: одержимый Фебом, боговдохновенный (ὥσπερ ἐπίπνους καὶ φ. Plut.).