Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζυγωτός: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zygotos
|Transliteration C=zygotos
|Beta Code=zugwto/s
|Beta Code=zugwto/s
|Definition=ή, όν, (ζυγόω) [[yoked]], ἅρματα ζ. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>702</span>.
|Definition=ζυγωτή, ζυγωτόν, ([[ζυγόω]]) [[yoked]], ἅρματα ζ. S.''El.''702.
}}
{{ls
|lstext='''ζῠγωτός''': -ή, -όν, ([[ζυγόω]]) μετὰ ζυγοῦ, ἔχων [[ζυγόν]], ἅρμα ζ., Λατ. biga, Σοφ. Ἠλ. 702.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />joint ; attelé (de quatre chevaux).<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζυγόω]].
|btext=ή, όν :<br />joint ; attelé (de quatre chevaux).<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζυγόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζυγωτός -ή -όν [ζυγόω] [[ingespannen]].
}}
{{elru
|elrutext='''ζῠγωτός:''' [adj. verb. к [[ζυγόω]] запряженный или соединенный вместе (ἅρματα Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''ζῠγωτός:''' -ή, -όν ([[ζυγόω]]), αυτός που έχει ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ζῠγωτός:''' -ή, -όν ([[ζυγόω]]), αυτός που έχει ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζῠγωτός:''' [adj. verb. к [[ζυγόω]] запряженный или соединенный вместе (ἅρματα Soph.).
|lstext='''ζῠγωτός''': -ή, -όν, ([[ζυγόω]]) μετὰ ζυγοῦ, ἔχων [[ζυγόν]], ἅρμα ζ., Λατ. biga, Σοφ. Ἠλ. 702.
}}
{{elnl
|elnltext=ζυγωτός -ή -όν [ζυγόω] ingespannen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζῠγωτός, ή, όν [[ζυγόω]]<br />[[yoked]], Soph.
|mdlsjtxt=ζῠγωτός, ή, όν [[ζυγόω]]<br />[[yoked]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγωτός Medium diacritics: ζυγωτός Low diacritics: ζυγωτός Capitals: ΖΥΓΩΤΟΣ
Transliteration A: zygōtós Transliteration B: zygōtos Transliteration C: zygotos Beta Code: zugwto/s

English (LSJ)

ζυγωτή, ζυγωτόν, (ζυγόω) yoked, ἅρματα ζ. S.El.702.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
joint ; attelé (de quatre chevaux).
Étymologie: adj. verb. de ζυγόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυγωτός -ή -όν [ζυγόω] ingespannen.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγωτός: [adj. verb. к ζυγόω запряженный или соединенный вместе (ἅρματα Soph.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζυγωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται κοντά, που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο κοντινός
2. το ουδ. ως ουσ. το ζυγωτό
βιολ. το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη σύζευξη δύο ετερόφυλων γαμετών
αρχ.
(για άρματα, άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ζυγό («ζυγωτών αρμάτων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κοντινός» προέρχεται από το ζυγώνω
το ουδ. της λ. το ζυγωτό, όπως και το ζυγώτης, αποτελούν αντιδάνειες λ., πρβλ. αγγλ. zygote (< ζυγόν)
ο τ. με την αρχ. σημ. < ζυγός.

Greek Monotonic

ζῠγωτός: -ή, -όν (ζυγόω), αυτός που έχει ζευχθεί σε ζυγό, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγωτός: -ή, -όν, (ζυγόω) μετὰ ζυγοῦ, ἔχων ζυγόν, ἅρμα ζ., Λατ. biga, Σοφ. Ἠλ. 702.

Middle Liddell

ζῠγωτός, ή, όν ζυγόω
yoked, Soph.