θυμβρεπίδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymvrepideipnos
|Transliteration C=thymvrepideipnos
|Beta Code=qumbrepi/deipnos
|Beta Code=qumbrepi/deipnos
|Definition=ον, [[supping on bitter herbs]], i.e. [[living poorly]], <span class="bibl">Ar. <span class="title">Nu.</span>421</span>.
|Definition=θυμβρεπίδειπνον, [[supping on bitter herbs]], i.e. [[living poorly]], Ar. ''Nu.''421.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] der Saturei zur Mahlzeit genießt, d. i. einen armseligen Lebensunterhalt hat, Ar. Nubb. 421. Vgl. [[θυμβροφάγος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] der Saturei zur Mahlzeit genießt, d. i. einen armseligen Lebensunterhalt hat, Ar. Nubb. 421. Vgl. [[θυμβροφάγος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n'a que de la sarriette pour manger : sobre, frugal.<br />'''Étymologie:''' [[θύμβρα]], [[ἐπίδειπνον]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυμβρεπίδειπνος:''' досл. питающийся одним чабрецом, перен. крайне бедно живущий (φειδωλὸς καὶ θ. Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θυμβρεπίδειπνος''': -ον, δειπνῶν μὲ πικρὰ χόρτα, δηλ. ζῶν πενιχρῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 421.
|lstext='''θυμβρεπίδειπνος''': -ον, δειπνῶν μὲ πικρὰ χόρτα, δηλ. ζῶν πενιχρῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 421.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’a que de la sarriette pour manger : sobre, frugal.<br />'''Étymologie:''' [[θύμβρα]], [[ἐπίδειπνον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυμβρεπίδειπνος:''' -ον, αυτός που το [[δείπνο]] του αποτελείται από [[πικρά]] βότανα, δηλ. αυτός που ζει φτωχικά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θυμβρεπίδειπνος:''' -ον, αυτός που το [[δείπνο]] του αποτελείται από [[πικρά]] βότανα, δηλ. αυτός που ζει φτωχικά, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυμβρεπίδειπνος:''' досл. питающийся одним чабрецом, перен. крайне бедно живущий (φειδωλὸς καὶ θ. Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυμβρ-επίδειπνος, ον [from [[θύμβρα]]<br />supping on [[bitter]] herbs, i. e. [[living]] [[poorly]], Ar.
|mdlsjtxt=θυμβρ-επίδειπνος, ον [from [[θύμβρα]]<br />supping on [[bitter]] herbs, i. e. [[living]] [[poorly]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυμβρεπίδειπνος Medium diacritics: θυμβρεπίδειπνος Low diacritics: θυμβρεπίδειπνος Capitals: ΘΥΜΒΡΕΠΙΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: thymbrepídeipnos Transliteration B: thymbrepideipnos Transliteration C: thymvrepideipnos Beta Code: qumbrepi/deipnos

English (LSJ)

θυμβρεπίδειπνον, supping on bitter herbs, i.e. living poorly, Ar. Nu.421.

German (Pape)

[Seite 1223] der Saturei zur Mahlzeit genießt, d. i. einen armseligen Lebensunterhalt hat, Ar. Nubb. 421. Vgl. θυμβροφάγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a que de la sarriette pour manger : sobre, frugal.
Étymologie: θύμβρα, ἐπίδειπνον.

Russian (Dvoretsky)

θυμβρεπίδειπνος: досл. питающийся одним чабрецом, перен. крайне бедно живущий (φειδωλὸς καὶ θ. Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

θυμβρεπίδειπνος: -ον, δειπνῶν μὲ πικρὰ χόρτα, δηλ. ζῶν πενιχρῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 421.

Greek Monolingual

θυμβρεπίδειπνος, -ον (Α)
αυτός που δειπνά με πικρά χόρτα, αυτός που ζει πενιχρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + επί-δειπνος (< επί + δείπνον)].

Greek Monotonic

θυμβρεπίδειπνος: -ον, αυτός που το δείπνο του αποτελείται από πικρά βότανα, δηλ. αυτός που ζει φτωχικά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θυμβρ-επίδειπνος, ον [from θύμβρα
supping on bitter herbs, i. e. living poorly, Ar.