κίστος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "Blüthe" to "Blüte")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1443.png Seite 1443]] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüthe, [[κίστος]] [[ἄῤῥην]], u. mit weißer Blüthe, [[κίστος]] [[θῆλυς]], Diosc.; auch [[κίσθος]], s. oben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1443.png Seite 1443]] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüte, [[κίστος]] [[ἄῤῥην]], u. mit weißer Blüte, [[κίστος]] [[θῆλυς]], Diosc.; auch [[κίσθος]], s. oben.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κίστος -ου, ὁ zie κίσθος.
|elnltext=κίστος -ου, ὁ zie κίσθος.
}}
}}

Latest revision as of 16:42, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίστος Medium diacritics: κίστος Low diacritics: κίστος Capitals: ΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kístos Transliteration B: kistos Transliteration C: kistos Beta Code: ki/stos

English (LSJ)

ὁ, v. κίσθος.

German (Pape)

[Seite 1443] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüte, κίστος ἄῤῥην, u. mit weißer Blüte, κίστος θῆλυς, Diosc.; auch κίσθος, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

κίστος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κίσθος.

Greek Monolingual

και κίσθος, ο (Α κίσθος και κίστος)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη βιολώδη και στην οικογένεια κιστίδες και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος με απώλεια της δασύτητας].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίστος -ου, ὁ zie κίσθος.