κονδύλωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kondyloma
|Transliteration C=kondyloma
|Beta Code=kondu/lwma
|Beta Code=kondu/lwma
|Definition=ατος, τό, [[knob]], [[callous lump]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Haem.</span>4</span>,<span class="bibl">5</span>, Dsc.<span class="title">Eup.</span>1.209, Gal.13.533.
|Definition=-ατος, τό, [[knob]], [[callous lump]], Hp.''Haem.''4,5, Dsc.''Eup.''1.209, Gal.13.533.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] verharding, eelt.
|elnltext=κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] [[verharding]], [[eelt]].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλωμα Medium diacritics: κονδύλωμα Low diacritics: κονδύλωμα Capitals: ΚΟΝΔΥΛΩΜΑ
Transliteration A: kondýlōma Transliteration B: kondylōma Transliteration C: kondyloma Beta Code: kondu/lwma

English (LSJ)

-ατος, τό, knob, callous lump, Hp.Haem.4,5, Dsc.Eup.1.209, Gal.13.533.

German (Pape)

[Seite 1480] τό, = κόνδυλος 2, Geschwulst, Verknöcherung, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κονδύλωμα: τό, ὄγκος, τυλῶδες οἴδημα, Ἱππ. 893C, H, Γαλην.

Greek Monolingual

το (Α κονδύλωμα)
όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα
εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι οποίες εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα ή και στον πρωκτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος. Η λ. ως ιατρ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. condyloma < νεολατ. condyloma < κονδύλωμα < κόνδυλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] verharding, eelt.