κοσκινόμαντις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koskinomantis
|Transliteration C=koskinomantis
|Beta Code=koskino/mantis
|Beta Code=koskino/mantis
|Definition=εως (also ιδος, <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>1.200</span>, al.), ὁ and ἡ, [[diviner by a sieve]], <span class="bibl">Philippid. 37</span>, <span class="bibl">Theoc.3.31</span>, <span class="bibl">Artem.2.69</span>.
|Definition=-εως (also [[ιδος]], Choerob. ''in Theod.''1.200, al.), ὁ and ἡ, [[diviner by a sieve]], Philippid. 37, Theoc.3.31, Artem.2.69.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />devin <i>ou</i> sorcière qui prédit l'avenir au moyen d'un crible.<br />'''Étymologie:''' [[κόσκινον]], [[μάντις]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοσκινόμαντις -ιδος, ὁ en ἡ &#91;[[κόσκινον]], [[μάντις]]] zeeflezer, waarzegger (die zeef gebruikt).
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ὁ (Choerobosc. bei <i>B.A</i>. 1193), <i>der [[Siebwahrsager]], der aus einem [[Siebe]] [[prophezeit]]</i>; Phidippid. com. bei Poll. 7.188; Artemid. 2.69; – auch ἡ, <i>die [[Siebwahrsagerin]]</i>, Theocr. 3.31, Schol. ἡ διὰ κοσκίνου μαντευομένη; – Luc. <i>Alex</i>. 9 κοσκίνῳ τὸ τοῦ λόγου μαντεύεσθαι; vgl. Ael. <i>H.A</i>. 8.5.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσκινόμαντις:''' ιδος ὁ и ἡ [[гадатель или гадательница]], [[предсказывающие с помощью решета]] Theocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοσκῐνόμαντις''': -εως, ([[ὡσαύτως]] -ιδος, Α. Β. 1193), ὁ, καὶ ἡ, ὁ διὰ κοσκίνου μαντευόμενος, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 15, Θεόκρ. 3. 31, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 9, κτλ.
|lstext='''κοσκῐνόμαντις''': -εως, ([[ὡσαύτως]] -ιδος, Α. Β. 1193), ὁ, καὶ ἡ, ὁ διὰ κοσκίνου μαντευόμενος, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 15, Θεόκρ. 3. 31, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 9, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />devin <i>ou</i> sorcière qui prédit l’avenir au moyen d'un crible.<br />'''Étymologie:''' [[κόσκινον]], [[μάντις]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοσκῐνόμαντις:''' -εως, ὁ και ἡ, αυτός που μαντεύει μέσω του κόσκινου, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κοσκῐνόμαντις:''' -εως, ὁ και ἡ, αυτός που μαντεύει μέσω του κόσκινου, σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κοσκινόμαντις -ιδος, ὁ en ἡ [κόσκινον, μάντις] zeeflezer, waarzegger (die zeef gebruikt).
}}
{{elru
|elrutext='''κοσκινόμαντις:''' ιδος ὁ и ἡ гадатель или гадательница, предсказывающие с помощью решета Theocr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοσκῐνό-μαντις, εως<br />a [[diviner]] by a [[sieve]], Theocr. [from κόσκῐνον]
|mdlsjtxt=κοσκῐνό-μαντις, εως<br />a [[diviner]] by a [[sieve]], Theocr. [from κόσκῐνον]
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνόμαντις Medium diacritics: κοσκινόμαντις Low diacritics: κοσκινόμαντις Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: koskinómantis Transliteration B: koskinomantis Transliteration C: koskinomantis Beta Code: koskino/mantis

English (LSJ)

-εως (also ιδος, Choerob. in Theod.1.200, al.), ὁ and ἡ, diviner by a sieve, Philippid. 37, Theoc.3.31, Artem.2.69.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
devin ou sorcière qui prédit l'avenir au moyen d'un crible.
Étymologie: κόσκινον, μάντις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσκινόμαντις -ιδος, ὁ en ἡ [κόσκινον, μάντις] zeeflezer, waarzegger (die zeef gebruikt).

German (Pape)

ιδος, ὁ (Choerobosc. bei B.A. 1193), der Siebwahrsager, der aus einem Siebe prophezeit; Phidippid. com. bei Poll. 7.188; Artemid. 2.69; – auch ἡ, die Siebwahrsagerin, Theocr. 3.31, Schol. ἡ διὰ κοσκίνου μαντευομένη; – Luc. Alex. 9 κοσκίνῳ τὸ τοῦ λόγου μαντεύεσθαι; vgl. Ael. H.A. 8.5.

Russian (Dvoretsky)

κοσκινόμαντις: ιδος ὁ и ἡ гадатель или гадательница, предсказывающие с помощью решета Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκῐνόμαντις: -εως, (ὡσαύτως -ιδος, Α. Β. 1193), ὁ, καὶ ἡ, ὁ διὰ κοσκίνου μαντευόμενος, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 15, Θεόκρ. 3. 31, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 9, κτλ.

Greek Monolingual

κοσκινόμαντις, -άντεως ή -άντιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μαντεύει με το κόσκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + μάντις (πρβλ. αστρόμαντις, χειρόμαντις)].

Greek Monotonic

κοσκῐνόμαντις: -εως, ὁ και ἡ, αυτός που μαντεύει μέσω του κόσκινου, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

κοσκῐνό-μαντις, εως
a diviner by a sieve, Theocr. [from κόσκῐνον]