ματίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=matizo
|Transliteration C=matizo
|Beta Code=matizw
|Beta Code=matizw
|Definition== [[ματεύω]], in aor. inf. [[ματίσαι]], Hsch. (leg. [[ματῆσαι]]).
|Definition== [[ματεύω]], in aor. inf. [[ματίσαι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (leg. [[ματῆσαι]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ματίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] το [[μήκος]] κάποιου πράγματος με [[προσθήκη]] προέκτασης («[[ματίζω]] το ύφασμα για να φτάσει για το [[φόρεμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[συνάπτω]], [[δένω]], [[συνδέω]] τα [[άκρα]] δύο σχοινιών με [[ματισιά]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ματεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁμματίζω]]. Με την αρχ. [[σημασία]] της η λ. [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[ματεύω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>].
|mltxt=(Α [[ματίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] το [[μήκος]] κάποιου πράγματος με [[προσθήκη]] προέκτασης («[[ματίζω]] το ύφασμα για να φτάσει για το [[φόρεμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[συνάπτω]], [[δένω]], [[συνδέω]] τα [[άκρα]] δύο σχοινιών με [[ματισιά]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ματεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁμματίζω]]. Με την αρχ. [[σημασία]] της η λ. [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[ματεύω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>].
}}
{{pape
|ptext== [[ματεύω]], Hesych., [[dubia lectio|l.d.]]
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰτιζω Medium diacritics: ματίζω Low diacritics: ματίζω Capitals: ΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: matízō Transliteration B: matizō Transliteration C: matizo Beta Code: matizw

English (LSJ)

= ματεύω, in aor. inf. ματίσαι, Hsch. (leg. ματῆσαι).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτίζω: ματεύω, Ἡσύχ. (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ματῆσαι, ἐκ τοῦ ματέω).

Greek Monolingual

ματίζω)
νεοελλ.
1. αυξάνω το μήκος κάποιου πράγματος με προσθήκη προέκτασης («ματίζω το ύφασμα για να φτάσει για το φόρεμα»)
2. ναυτ. συνάπτω, δένω, συνδέω τα άκρα δύο σχοινιών με ματισιά.
αρχ.
ματεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμματίζω. Με την αρχ. σημασία της η λ. είναι μεταπλασμένος τ. του ματεύω, κατά τα ρ. σε -ίζω].

German (Pape)

ματεύω, Hesych., l.d.