παρακρουσιχοίνικος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parakrousichoinikos
|Transliteration C=parakrousichoinikos
|Beta Code=parakrousixoi/nikos
|Beta Code=parakrousixoi/nikos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">striking off too much from the top of the measure</b> (cf. [[παρακρούω]] VII), <span class="title">Com.Adesp.</span>1104.</span>
|Definition=παρακρουσιχοίνικον, [[striking off too much from the top of the measure]] (cf. [[παρακρούω]] VII), ''Com.Adesp.''1104.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0485.png Seite 485]] mit falschem Maaße betrügend, comic. in VLL.; vgl. Poll. 4, 169.
}}
{{ls
|lstext='''παρακρουσιχοίνικος''': -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. [[παρακρούω]] Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. [[κρουσιμετρέω]], ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράκρουσις]] «[[απάτη]]» <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]], -<i>ικος</i> «[[μέτρο]] χωρητικότητας» ([[πρβλ]]. [[ημιχοίνικος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

English (LSJ)

παρακρουσιχοίνικον, striking off too much from the top of the measure (cf. παρακρούω VII), Com.Adesp.1104.

German (Pape)

[Seite 485] mit falschem Maaße betrügend, comic. in VLL.; vgl. Poll. 4, 169.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρουσιχοίνικος: -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. παρακρούω Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. κρουσιμετρέω, ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράκρουσις «απάτη» + χοῖνιξ, -ικος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημιχοίνικος)].