ἀσυνείκαστος: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asyneikastos | |Transliteration C=asyneikastos | ||
|Beta Code=a)sunei/kastos | |Beta Code=a)sunei/kastos | ||
|Definition= | |Definition=ἀσυνείκαστον, [[not to be guessed]], [[unintelligible]], Sch.S. ''Tr.''694. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no puede compararse]] παρισαζόντων τὰ ἀσυνείκαστα Basil.M.32.133A.<br /><b class="num">2</b> [[ininteligible]] ἀ. πρὸς τὸ μαθεῖν ἀνθρώπῳ Sch.S.<i>Tr</i>.694P.<br /><b class="num">3</b> [[inabarcable]], [[inmenso]] φόρτον Epiph.Const.<i>Haer</i>.56.1<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἀσυνείκαστον]] = [[inmensidad]] τὸ ἀ. καὶ μέγα τῆς θεότητος Didym.<i>Trin</i>.1.15.37.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυνεικάστως]] = [[sin parecido]] ἀπείρως καὶ ἀ. ... εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἔχειν Didym.<i>Trin</i>.2.7.3.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυνείκαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβάλῃ πρὸς ἄλλον, ἀσυνείκαστον φόρτον, ἐμβαλλομένη [[ναῦς]] Ἐπιφάν. 1. 477. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συνεικάσῃ, ἀνυπολόγιστος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 694. | |lstext='''ἀσυνείκαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβάλῃ πρὸς ἄλλον, ἀσυνείκαστον φόρτον, ἐμβαλλομένη [[ναῦς]] Ἐπιφάν. 1. 477. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συνεικάσῃ, ἀνυπολόγιστος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 694. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσυνείκαστος]] -ον) [[συνεικάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να συνεικάσει, να παραβάλει [[προς]] [[κάτι]] γνωστό, ο [[ανυπολόγιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απροσδόκητος]], [[ανέλπιστος]]<br /><b>2.</b> [[ασύνετος]]<br /><b>3.</b> [[άπληστος]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσυνείκαστος]] -ον) [[συνεικάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να συνεικάσει, να παραβάλει [[προς]] [[κάτι]] γνωστό, ο [[ανυπολόγιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απροσδόκητος]], [[ανέλπιστος]]<br /><b>2.</b> [[ασύνετος]]<br /><b>3.</b> [[άπληστος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσυνείκαστον, not to be guessed, unintelligible, Sch.S. Tr.694.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no puede compararse παρισαζόντων τὰ ἀσυνείκαστα Basil.M.32.133A.
2 ininteligible ἀ. πρὸς τὸ μαθεῖν ἀνθρώπῳ Sch.S.Tr.694P.
3 inabarcable, inmenso φόρτον Epiph.Const.Haer.56.1
•neutr. subst. τὸ ἀσυνείκαστον = inmensidad τὸ ἀ. καὶ μέγα τῆς θεότητος Didym.Trin.1.15.37.
II adv. ἀσυνεικάστως = sin parecido ἀπείρως καὶ ἀ. ... εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἔχειν Didym.Trin.2.7.3.3.
German (Pape)
[Seite 380] dunkel, Schol. Soph. Tr. 707.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνείκαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβάλῃ πρὸς ἄλλον, ἀσυνείκαστον φόρτον, ἐμβαλλομένη ναῦς Ἐπιφάν. 1. 477. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συνεικάσῃ, ἀνυπολόγιστος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 694.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσυνείκαστος -ον) συνεικάζω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να συνεικάσει, να παραβάλει προς κάτι γνωστό, ο ανυπολόγιστος
νεοελλ.
1. απροσδόκητος, ανέλπιστος
2. ασύνετος
3. άπληστος.