ἰσώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isonymos
|Transliteration C=isonymos
|Beta Code=i)sw/numos
|Beta Code=i)sw/numos
|Definition=ον<b class="b3">, (ὄνομα)</b> [[bearing the same name as]], c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.64</span>; <b class="b3">ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos,</b> i.e. [[ἡλιοτρόπιον]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>678</span>.
|Definition=ἰσώνυμον, ([[ὄνομα]]) [[bearing the same name as]], c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Pi.''O.''9.64; <b class="b3">ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos,</b> i.e. [[ἡλιοτρόπιον]], Nic.''Th.''678.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1274.png Seite 1274]] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1274.png Seite 1274]] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσώνῠμος:''' [[одноименный]] (τινος Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῑσώνῠμος</b> = [[ὁμώνυμος]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] the [[same]] [[name]] as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] (O. 9.64)
|sltr=<b>ῑσώνῠμος</b> = [[ὁμώνυμος]], [[with]] the [[same]] [[name]] as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] (O. 9.64)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, [[φερώνυμος]], [[ομώνυμος]] («καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]] αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ετερώνυμος]], [[ομώνυμος]]].
|mltxt=[[ἰσώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, [[φερώνυμος]], [[ομώνυμος]] («καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]] αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ετερώνυμος]], [[ομώνυμος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσώνῠμος:''' [[одноименный]] (τινος Pind.).
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 17 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσώνῠμος Medium diacritics: ἰσώνυμος Low diacritics: ισώνυμος Capitals: ΙΣΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: isṓnymos Transliteration B: isōnymos Transliteration C: isonymos Beta Code: i)sw/numos

English (LSJ)

ἰσώνυμον, (ὄνομα) bearing the same name as, c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Pi.O.9.64; ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos, i.e. ἡλιοτρόπιον, Nic.Th.678.

German (Pape)

[Seite 1274] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.

Russian (Dvoretsky)

ἰσώνῠμος: одноименный (τινος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, μετὰ γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.

English (Slater)

ῑσώνῠμος = ὁμώνυμος, with the same name as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν (O. 9.64)

Greek Monolingual

ἰσώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- -ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερώνυμος, ομώνυμος].