ὀφθαλμοδουλεία: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ofthalmodouleia
|Transliteration C=ofthalmodouleia
|Beta Code=o)fqalmodoulei/a
|Beta Code=o)fqalmodoulei/a
|Definition=ἡ, [[eye-service]], Ep.Eph.6.6: in plural, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Col.</span>3.22</span>.
|Definition=ἡ, [[eye-service]], Ep.Eph.6.6: in plural, ''Ep.Col.''3.22.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0425.png Seite 425]] ἡ, Augendienerei, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0425.png Seite 425]] ἡ, Augendienerei, [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de servir (au doigt et) à l'œil.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]], [[δοῦλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀφθαλμοδουλεία:''' [[varia lectio|v.l.]] ὀφθαλμοδουλία ἡ [[угодливость]], [[раболепие]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφθαλμοδουλεία''': ἡ, μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, «[[τουτέστι]], μὴ μόνον [[ὅταν]] πάρεισιν οἱ δεσπόται καὶ ὁρῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπόντων αὐτῶν» Οἰκουμένιος, εἰς Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 6· ἐν τῷ πληθυντ., πρὸς Κολοσσ. γ΄, 22 (γράφεται καὶ ὀφθαλμοδουλία TWH).
|lstext='''ὀφθαλμοδουλεία''': ἡ, μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, «[[τουτέστι]], μὴ μόνον [[ὅταν]] πάρεισιν οἱ δεσπόται καὶ ὁρῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπόντων αὐτῶν» Οἰκουμένιος, εἰς Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 6· ἐν τῷ πληθυντ., πρὸς Κολοσσ. γ΄, 22 (γράφεται καὶ ὀφθαλμοδουλία TWH).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de servir (au doigt et) à l’œil.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]], [[δοῦλος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH ὀφθαλμοδουλία; [[see]] Iota), ὀφθαλμοδουλειας, ἡ (ὀφθαλμοδουλος, Apostolic Constitutions (4,12, Coteler. Patr. Apost.) 1, p. 299a; and [[this]] from [[ὀφθαλμός]] and [[δοῦλος]]) (A. V. [[eye]]-[[service]] i. e.) [[service]] performed ([[only]]) [[under]] the [[master]]'s [[eye]] (μή κατ' ὀφθαλμοδουλίαν, τουτεστι μή [[μόνον]] παρόντων [[τῶν]] δεσποτῶν καί ὁρώντων, [[ἀλλά]] καί ἀποντων, Theophylact on Stephanus): Winer's Grammar, 100 (94)).
|txtha=(T WH ὀφθαλμοδουλία; [[see]] Iota), ὀφθαλμοδουλειας, ἡ (ὀφθαλμοδουλος, Apostolic Constitutions (4,12, Coteler. Patr. Apost.) 1, p. 299a; and [[this]] from [[ὀφθαλμός]] and [[δοῦλος]]) (A. V. [[eye]]-[[service]] i. e.) [[service]] performed ([[only]]) [[under]] the [[master]]'s [[eye]] (μή κατ' ὀφθαλμοδουλίαν, τουτεστι μή [[μόνον]] παρόντων τῶν δεσποτῶν καί ὁρώντων, [[ἀλλά]] καί ἀποντων, Theophylact on Stephanus): Winer's Grammar, 100 (94)).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀφθαλμοδουλεία:''' ἡ, [[έκφραση]] δουλικότητας μέσω της έκφρασης των ματιών, υποκριτική [[δουλικότητα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὀφθαλμοδουλεία:''' ἡ, [[έκφραση]] δουλικότητας μέσω της έκφρασης των ματιών, υποκριτική [[δουλικότητα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὀφθαλμοδουλεία:''' [[varia lectio|v.l.]] ὀφθαλμοδουλία ἡ угодливость, раболепие NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀφθαλμο-[[δουλεία]], ἡ,<br />eye-[[service]], NTest.
|mdlsjtxt=ὀφθαλμο-[[δουλεία]], ἡ,<br />eye-[[service]], NTest.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμοδουλεία Medium diacritics: ὀφθαλμοδουλεία Low diacritics: οφθαλμοδουλεία Capitals: ΟΦΘΑΛΜΟΔΟΥΛΕΙΑ
Transliteration A: ophthalmodouleía Transliteration B: ophthalmodouleia Transliteration C: ofthalmodouleia Beta Code: o)fqalmodoulei/a

English (LSJ)

ἡ, eye-service, Ep.Eph.6.6: in plural, Ep.Col.3.22.

German (Pape)

[Seite 425] ἡ, Augendienerei, N.T.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de servir (au doigt et) à l'œil.
Étymologie: ὀφθαλμός, δοῦλος.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμοδουλεία: v.l. ὀφθαλμοδουλία ἡ угодливость, раболепие NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, «τουτέστι, μὴ μόνον ὅταν πάρεισιν οἱ δεσπόται καὶ ὁρῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπόντων αὐτῶν» Οἰκουμένιος, εἰς Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 6· ἐν τῷ πληθυντ., πρὸς Κολοσσ. γ΄, 22 (γράφεται καὶ ὀφθαλμοδουλία TWH).

English (Strong)

from ὀφθαλμός and δουλεία; sight-labor, i.e. that needs watching (remissness): eye-service.

English (Thayer)

(T WH ὀφθαλμοδουλία; see Iota), ὀφθαλμοδουλειας, ἡ (ὀφθαλμοδουλος, Apostolic Constitutions (4,12, Coteler. Patr. Apost.) 1, p. 299a; and this from ὀφθαλμός and δοῦλος) (A. V. eye-service i. e.) service performed (only) under the master's eye (μή κατ' ὀφθαλμοδουλίαν, τουτεστι μή μόνον παρόντων τῶν δεσποτῶν καί ὁρώντων, ἀλλά καί ἀποντων, Theophylact on Stephanus): Winer's Grammar, 100 (94)).

Greek Monolingual

ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α)
η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία.

Greek Monotonic

ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, έκφραση δουλικότητας μέσω της έκφρασης των ματιών, υποκριτική δουλικότητα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὀφθαλμο-δουλεία, ἡ,
eye-service, NTest.