ὑπερούσιος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoysios | |Transliteration C=yperoysios | ||
|Beta Code=u(perou/sios | |Beta Code=u(perou/sios | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερούσιον, [[above being]], Them.''Or.''1.8b, Procl.''Inst.''115, ''Theol. Plat.''3.21, Syrian. ''in Metaph.''5.34. Adv. [[ὑπερουσίως]] = [[in a manner above being]] Procl.''Inst.''118,145, Eustr.''in EN''40.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] übersubstantiell, K. S. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] [[übersubstantiell]], K. S. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[supraesencial]] | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερούσιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Θεού)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] και [[πάνω]] από την ύλη, άϋλος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απρόσιτος]] στην ανθρώπινη [[γνώση]] («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πάμπλουτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερούσιον</i><br />η [[υπερουσιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπερούσιος]]<br />[[ἀγαπητός]], πεφιλημένος». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερουσίως</i> ΜΑ<br />με υπερούσιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπερούσιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Θεού)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] και [[πάνω]] από την ύλη, άϋλος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απρόσιτος]] στην ανθρώπινη [[γνώση]] («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πάμπλουτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερούσιον</i><br />η [[υπερουσιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπερούσιος]]<br />[[ἀγαπητός]], πεφιλημένος». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερουσίως</i> ΜΑ<br />με υπερούσιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), [[πρβλ]]. [[περιούσιος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 16 February 2024
English (LSJ)
ὑπερούσιον, above being, Them.Or.1.8b, Procl.Inst.115, Theol. Plat.3.21, Syrian. in Metaph.5.34. Adv. ὑπερουσίως = in a manner above being Procl.Inst.118,145, Eustr.in EN40.7.
German (Pape)
[Seite 1200] übersubstantiell, K. S.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερούσιος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν ὤν, Πρόκλ. Παρμεν. 630 (36)· τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 375, κλπ. - Ἐπίρρ. -ίως, αὐτόθι. ΙΙ. ὑπερπλούσιος, λίαν πλούσιος, Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμ. 14, 68.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερούσιος, -ον, ΝΜΑ
εκκλ. (ως προσωνυμία του Θεού)
1. αυτός που βρίσκεται πέρα και πάνω από την ύλη, άϋλος
2. (κατ' επέκτ.) απρόσιτος στην ανθρώπινη γνώση («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.)
μσν.
1. πάμπλουτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερούσιον
η υπερουσιότητα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπερούσιος
ἀγαπητός, πεφιλημένος».
επίρρ...
ὑπερουσίως ΜΑ
με υπερούσιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ουσιος (< οὐσία), πρβλ. περιούσιος].