Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κνυζάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")
m (1 revision imported)
 
(4 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνυζάομαι]], [[κνῦ]]: Dep. properly of a [[dog]], to [[whine]], [[whimper]], Soph., Ar.
}}
{{elru
|elrutext='''κνυζάομαι:''' и [[κνυζέομαι]] (дор.: 3 л. pl. praes. [[κνυζεῦνται]], 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)<br /><b class="num">1</b> (о собаках, Кербере) [[ворчать]], [[рычать]] (ἐξ ἄντρων Soph.);<br /><b class="num">2</b> (о детях), [[взвизгивать]], [[вскрикивать]], (ἐν ὕπνῳ Theocr.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κνυζάομαι''': καὶ -έομαι, ἀποθ.· (κνῦ)· ― [[κυρίως]] ἐπὶ κυνός, [[φθέγγομαι]] γοερῶς, «οὐρλιάζω», κνυζᾶσθαι (-εῖσθαι Κώδ. Λ.) Σοφ. Ο. Κ. 1571· ἐπὶ κυνῶν, [[ὅταν]] προσερχόμενοι καὶ σαίνοντες λαλιάν τινα ὑπὸ χαρᾶς ἀφιᾶσι, κυνηδὸν ἐξέπραξαν κνυζούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 646· ἀναβαίνετ’, ὦ πονηρά, καὶ κνυζούμενα αἰτεῖτε κἀντιβολεῖτε Ἀριστοφ. Σφ. 977· ― [[κνυζάομαι]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[τύπος]], ὃν ἀπαιτεῖ ἡ [[ἀναλογία]], πρβλ. [[βληχάομαι]], [[μηκάομαι]], [[μυκάομαι]], ὑλάομαι· ἀλλὰ τὸν τύπον [[κνύζομαι]] μνημονεύει ὁ Ἡσύχ., ἀπαντᾷ δὲ [[οὗτος]] καὶ ἐν Ἀντιγράφ., [[οἷον]] Σώφρων παρὰ Σουΐδ., Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ., πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. π. Ζ. 1. 8· ἐπὶ τέκνων, ἐν ὕπνῳ κνυζεῦνται φωνεῦντα φίλαν [[ποτὶ]] ματέρα τέκνα, «ἐν τῷ κοιμᾶσθαι ἄσημον καὶ ἄναρθρον ἀποτελοῦντα φωνήν, ὑποψιθυρίζουσι γὰρ φαντασιαζόμενα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 2. 109 [[ὡσαύτως]] κνυζώμενος Αἰλ. π. Ζ. 11. 14. ― Ἐνεργ. κνυζάω, -έω, μόνον παρὰ [[Πολυδ]]. Ε΄, 64, Σουΐδ.
|lstext='''κνυζάομαι''': καὶ -έομαι, ἀποθ.· (κνῦ)· ― [[κυρίως]] ἐπὶ κυνός, [[φθέγγομαι]] γοερῶς, «οὐρλιάζω», κνυζᾶσθαι (-εῖσθαι Κώδ. Λ.) Σοφ. Ο. Κ. 1571· ἐπὶ κυνῶν, [[ὅταν]] προσερχόμενοι καὶ σαίνοντες λαλιάν τινα ὑπὸ χαρᾶς ἀφιᾶσι, κυνηδὸν ἐξέπραξαν κνυζούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 646· ἀναβαίνετ’, ὦ πονηρά, καὶ κνυζούμενα αἰτεῖτε κἀντιβολεῖτε Ἀριστοφ. Σφ. 977· ― [[κνυζάομαι]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[τύπος]], ὃν ἀπαιτεῖ ἡ [[ἀναλογία]], πρβλ. [[βληχάομαι]], [[μηκάομαι]], [[μυκάομαι]], ὑλάομαι· ἀλλὰ τὸν τύπον [[κνύζομαι]] μνημονεύει ὁ Ἡσύχ., ἀπαντᾷ δὲ [[οὗτος]] καὶ ἐν Ἀντιγράφ., [[οἷον]] Σώφρων παρὰ Σουΐδ., Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ., πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. π. Ζ. 1. 8· ἐπὶ τέκνων, ἐν ὕπνῳ κνυζεῦνται φωνεῦντα φίλαν [[ποτὶ]] ματέρα τέκνα, «ἐν τῷ κοιμᾶσθαι ἄσημον καὶ ἄναρθρον ἀποτελοῦντα φωνήν, ὑποψιθυρίζουσι γὰρ φαντασιαζόμενα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 2. 109 [[ὡσαύτως]] κνυζώμενος Αἰλ. π. Ζ. 11. 14. ― Ἐνεργ. κνυζάω, -έω, μόνον παρὰ Πολυδ. Ε΄, 64, Σουΐδ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνυζάομαι:''' και -έομαι, αποθ. (<i>κνῦ</i>), [[κυρίως]] λέγεται για [[σκύλο]], [[κλαψουρίζω]], [[ουρλιάζω]], [[βγάζω]] λυγμούς, σε Σοφ., Αριστοφ.
|lsmtext='''κνυζάομαι:''' και -έομαι, αποθ. (<i>κνῦ</i>), [[κυρίως]] λέγεται για [[σκύλο]], [[κλαψουρίζω]], [[ουρλιάζω]], [[βγάζω]] λυγμούς, σε Σοφ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κνυζάομαι:''' и [[κνυζέομαι]] (дор.: 3 л. pl. praes. [[κνυζεῦνται]], 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)<br /><b class="num">1)</b> (о собаках, Кербере) ворчать, рычать (ἐξ ἄντρων Soph.);<br /><b class="num">2)</b> (о детях), [[взвизгивать]], [[вскрикивать]], (ἐν ὕπνῳ Theocr.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνυζάομαι]], [κνῦ]<br />Dep. [[properly]] of a dog, to [[whine]], [[whimper]], Soph., Ar.
}}
}}

Latest revision as of 14:24, 11 October 2024

Middle Liddell

κνυζάομαι, κνῦ: Dep. properly of a dog, to whine, whimper, Soph., Ar.

Russian (Dvoretsky)

κνυζάομαι: и κνυζέομαι (дор.: 3 л. pl. praes. κνυζεῦνται, 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)
1 (о собаках, Кербере) ворчать, рычать (ἐξ ἄντρων Soph.);
2 (о детях), взвизгивать, вскрикивать, (ἐν ὕπνῳ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

κνυζάομαι: καὶ -έομαι, ἀποθ.· (κνῦ)· ― κυρίως ἐπὶ κυνός, φθέγγομαι γοερῶς, «οὐρλιάζω», κνυζᾶσθαι (-εῖσθαι Κώδ. Λ.) Σοφ. Ο. Κ. 1571· ἐπὶ κυνῶν, ὅταν προσερχόμενοι καὶ σαίνοντες λαλιάν τινα ὑπὸ χαρᾶς ἀφιᾶσι, κυνηδὸν ἐξέπραξαν κνυζούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 646· ἀναβαίνετ’, ὦ πονηρά, καὶ κνυζούμενα αἰτεῖτε κἀντιβολεῖτε Ἀριστοφ. Σφ. 977· ― κνυζάομαι φαίνεται ὅτι εἶναιτύπος, ὃν ἀπαιτεῖ ἡ ἀναλογία, πρβλ. βληχάομαι, μηκάομαι, μυκάομαι, ὑλάομαι· ἀλλὰ τὸν τύπον κνύζομαι μνημονεύει ὁ Ἡσύχ., ἀπαντᾷ δὲ οὗτος καὶ ἐν Ἀντιγράφ., οἷον Σώφρων παρὰ Σουΐδ., Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ., πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. π. Ζ. 1. 8· ἐπὶ τέκνων, ἐν ὕπνῳ κνυζεῦνται φωνεῦντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα, «ἐν τῷ κοιμᾶσθαι ἄσημον καὶ ἄναρθρον ἀποτελοῦντα φωνήν, ὑποψιθυρίζουσι γὰρ φαντασιαζόμενα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 2. 109 ὡσαύτως κνυζώμενος Αἰλ. π. Ζ. 11. 14. ― Ἐνεργ. κνυζάω, -έω, μόνον παρὰ Πολυδ. Ε΄, 64, Σουΐδ.

Greek Monotonic

κνυζάομαι: και -έομαι, αποθ. (κνῦ), κυρίως λέγεται για σκύλο, κλαψουρίζω, ουρλιάζω, βγάζω λυγμούς, σε Σοφ., Αριστοφ.