ἄλλην: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=allin | |Transliteration C=allin | ||
|Beta Code=a)/llhn | |Beta Code=a)/llhn | ||
|Definition= | |Definition=1 acc. fem. of [[ἄλλος]], used (se. [[ὁδός|ὁδόν]]) as adverb, [[elsewhither]], ἄλλην καὶ ἄλλην [[διώκειν]] X.Cyr.4.1.15, cf. Aen.Tact.26.3: also of [[time]], ἄλλην καὶ ἄλλην [[ἀποβλέπειν]] εἴς τινα [[again and again]], Pl.Euthd.273b.2 ἄλλην· [[λάχανον]] (Ital.), prob. Lat. [[alium]], [[allium]], [[garlic]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=ac. fem. de [[ἄλλος]] usado como adv., siempre repetido<br /><b class="num">1</b> [[por aquí y por allá]] [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] ... διώκειν X.<i>Cyr</i>.4.1.15, dud. λίθους ... βάλλειν [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] Aen.Tact.26.6, 22.12.<br /><b class="num">2</b> [[de cuando en cuando]], [[una y otra vez]] ἀ. καὶ ἄ. ἀποβλέποντε εἰς ἡμᾶς mirándonos de cuando en cuando</i> Pl.<i>Euthd</i>.273b.<br /><b class="num">3</b> καὶ ἐπὶ τοῦ ἀρτυνθέντος περικόμματος, ἐξ οὗ [[ἀλλαντοπώλης]] Hsch.<br /><b class="num">4</b> [[λάχανον]], Ἰταλοί prob. lat. [[alium]], [[allium]], [[ajo]] Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0103.png Seite 103]] sc. ὁδόν, anders wohin, Plat. [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] ἀποβλέποντες ἐς ἡμᾶς, hier u. dort hin, Euthyd. 273 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0103.png Seite 103]] ''[[sc.]]'' ὁδόν, anders wohin, Plat. [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] ἀποβλέποντες ἐς ἡμᾶς, hier u. dort hin, Euthyd. 273 b. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄλλην:''' adv. (''[[sc.]]'' ὁδόν) в другую сторону ἄ. καὶ ἄ. Plat. то туда, то сюда или с разных сторон. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄλλην''': αἰτ. τοῦ θηλ. τοῦ [[ἄλλος]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]] πρὸς ἄλλον τόπον, [[ἄλλοσε]]: [[ἀλλά]]: [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] ἀποβλέπειν εἴς τινα, [[πάλιν]] καὶ [[πάλιν]], Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β. | |lstext='''ἄλλην''': αἰτ. τοῦ θηλ. τοῦ [[ἄλλος]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]] πρὸς ἄλλον τόπον, [[ἄλλοσε]]: [[ἀλλά]]: [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]] ἀποβλέπειν εἴς τινα, [[πάλιν]] καὶ [[πάλιν]], Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄλλην:''' αιτ. θηλ. του [[ἄλλος]], ως επίρρ., [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]], [[ξανά]] και [[ξανά]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἄλλην:''' αιτ. θηλ. του [[ἄλλος]], ως επίρρ., [[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]], [[ξανά]] και [[ξανά]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
1 acc. fem. of ἄλλος, used (se. ὁδόν) as adverb, elsewhither, ἄλλην καὶ ἄλλην διώκειν X.Cyr.4.1.15, cf. Aen.Tact.26.3: also of time, ἄλλην καὶ ἄλλην ἀποβλέπειν εἴς τινα again and again, Pl.Euthd.273b.2 ἄλλην· λάχανον (Ital.), prob. Lat. alium, allium, garlic Hsch.
Spanish (DGE)
ac. fem. de ἄλλος usado como adv., siempre repetido
1 por aquí y por allá ἄλλην καὶ ἄλλην ... διώκειν X.Cyr.4.1.15, dud. λίθους ... βάλλειν ἄλλην καὶ ἄλλην Aen.Tact.26.6, 22.12.
2 de cuando en cuando, una y otra vez ἀ. καὶ ἄ. ἀποβλέποντε εἰς ἡμᾶς mirándonos de cuando en cuando Pl.Euthd.273b.
3 καὶ ἐπὶ τοῦ ἀρτυνθέντος περικόμματος, ἐξ οὗ ἀλλαντοπώλης Hsch.
4 λάχανον, Ἰταλοί prob. lat. alium, allium, ajo Hsch.
German (Pape)
[Seite 103] sc. ὁδόν, anders wohin, Plat. ἄλλην καὶ ἄλλην ἀποβλέποντες ἐς ἡμᾶς, hier u. dort hin, Euthyd. 273 b.
Russian (Dvoretsky)
ἄλλην: adv. (sc. ὁδόν) в другую сторону ἄ. καὶ ἄ. Plat. то туда, то сюда или с разных сторон.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλην: αἰτ. τοῦ θηλ. τοῦ ἄλλος ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., εἰς ἄλλο μέρος πρὸς ἄλλον τόπον, ἄλλοσε: ἀλλά: ἄλλην καὶ ἄλλην ἀποβλέπειν εἴς τινα, πάλιν καὶ πάλιν, Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β.
Greek Monolingual
ἄλλην επίρρ. (Α)
1. (για τόπο) σε άλλο μέρος, αλλού
2. (για χρόνο) πάλι, ξανά
3. φρ. «ἄλλην καὶ ἄλλην», α) (τοπικά) σε άλλο και σε άλλο μέρος, εδώ κι εκεί
β) (χρονικά) πάλι και πάλι, κατ’ επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτιατική θηλυκού της λέξης ἄλλος με επιρρηματική χρήση].
Greek Monotonic
ἄλλην: αιτ. θηλ. του ἄλλος, ως επίρρ., ἄλλην καὶ ἄλλην, ξανά και ξανά, σε Πλάτ.