ἀνενέργητος: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anenergitos | |Transliteration C=anenergitos | ||
|Beta Code=a)nene/rghtos | |Beta Code=a)nene/rghtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνενέργητον,<br><span class="bld">A</span> [[inefficacious]], [[inactive]], Ruf.''Anat.''30, S.E.''M.''7.30, cf. Alex.Aphr. ''de An.''39.8, Hierocl.''in CA''21p.466M.; οὐσία Plot.6.8.21.<br><span class="bld">2</span> [[not possessing an]] [[ἐνέργεια]], of the Good, Plot. 5.6.6.<br><span class="bld">3</span> [[not actualized]] or [[realized]], Procl. ''in R.''2.160K. ''in Prm.''p.600S., ''in Ti.''3.32D. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de actividad]] τὸ ἀγαθόν Plot.5.6.6, οὐσία Plot.6.8.21, cf. Procl.<i>in R</i>.2.160.7, <i>in Ti</i>.3.32.12, <i>in Prm</i>.773.15<br /><b class="num">•</b>de la naturaleza del Padre τὴν δὲ φύσιν τοῦ Πατρὸς ἀνενέργητον ὡς πρὸς τὴν ὑπόστασιν τοῦ υἱοῦ Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.2.93<br /><b class="num">•</b>de pers. [[inactivo]] τὸν φιλοσοφοῦντα ... ἀνενέργητον ὄντα S.E.<i>M</i>.7.30, ἅρπαγα ἄνθρωπον <καὶ> ἀνενέργητον βουλόμενοι σημῆναι Horap.2.81.<br /><b class="num">2</b> [[ineficaz]] εὐχή Hierocl.<i>in CA</i> 21.4<br /><b class="num">•</b>[[incapaz de llevar a cabo]] c. sen. obj. ἀ. τῶν οἰκείων ἔργων Basil.M.29.32B.<br /><b class="num">II</b> [[no realizado]] Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] unwirksam, Sext. Emp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] unwirksam, Sext. Emp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνενέργητος:''' [[бездеятельный]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνενέργητος''': -ον, ([[ἐνεργέω]]) ὁ μὴ ἐνεργῶν, ὁ [[ἄνευ]] ἐνεργείας, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 30. | |lstext='''ἀνενέργητος''': -ον, ([[ἐνεργέω]]) ὁ μὴ ἐνεργῶν, ὁ [[ἄνευ]] ἐνεργείας, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 30. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνενέργητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα [[ενέργεια]], [[εκείνος]] που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο [[ένταλμα]] συλλήψεως»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική [[κένωση]] των εντέρων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανενεργής]], ο [[αδρανής]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[ανίκανος]] [[πλέον]] να δράσει<br />(«τῷ Σταυρῶ βέβλησαι... [[ἀκίνητος]], [[ἀνενέργητος]]» —για τον διάβολο)<br /><b>3.</b> ο μη [[αποτελεσματικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αχρησιμοποίητος]]<br /><b>2.</b> (για κληρικούς) [[εκείνος]] στον οποίο έχει επιβληθεί [[αργία]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνενέργητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα [[ενέργεια]], [[εκείνος]] που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο [[ένταλμα]] συλλήψεως»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική [[κένωση]] των εντέρων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανενεργής]], ο [[αδρανής]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[ανίκανος]] [[πλέον]] να δράσει<br />(«τῷ Σταυρῶ βέβλησαι... [[ἀκίνητος]], [[ἀνενέργητος]]» —για τον διάβολο)<br /><b>3.</b> ο μη [[αποτελεσματικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αχρησιμοποίητος]]<br /><b>2.</b> (για κληρικούς) [[εκείνος]] στον οποίο έχει επιβληθεί [[αργία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνενέργητον,
A inefficacious, inactive, Ruf.Anat.30, S.E.M.7.30, cf. Alex.Aphr. de An.39.8, Hierocl.in CA21p.466M.; οὐσία Plot.6.8.21.
2 not possessing an ἐνέργεια, of the Good, Plot. 5.6.6.
3 not actualized or realized, Procl. in R.2.160K. in Prm.p.600S., in Ti.3.32D.
Spanish (DGE)
-ον
I 1carente de actividad τὸ ἀγαθόν Plot.5.6.6, οὐσία Plot.6.8.21, cf. Procl.in R.2.160.7, in Ti.3.32.12, in Prm.773.15
•de la naturaleza del Padre τὴν δὲ φύσιν τοῦ Πατρὸς ἀνενέργητον ὡς πρὸς τὴν ὑπόστασιν τοῦ υἱοῦ Gr.Nyss.Eun.3.2.93
•de pers. inactivo τὸν φιλοσοφοῦντα ... ἀνενέργητον ὄντα S.E.M.7.30, ἅρπαγα ἄνθρωπον <καὶ> ἀνενέργητον βουλόμενοι σημῆναι Horap.2.81.
2 ineficaz εὐχή Hierocl.in CA 21.4
•incapaz de llevar a cabo c. sen. obj. ἀ. τῶν οἰκείων ἔργων Basil.M.29.32B.
II no realizado Hsch.
German (Pape)
[Seite 223] unwirksam, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνενέργητος: бездеятельный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενέργητος: -ον, (ἐνεργέω) ὁ μὴ ἐνεργῶν, ὁ ἄνευ ἐνεργείας, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 30.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνενέργητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα ενέργεια, εκείνος που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο ένταλμα συλλήψεως»)
2. εκείνος που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική κένωση των εντέρων
αρχ.-μσν.
1. ο ανενεργής, ο αδρανής
2. αυτός που είναι ανίκανος πλέον να δράσει
(«τῷ Σταυρῶ βέβλησαι... ἀκίνητος, ἀνενέργητος» —για τον διάβολο)
3. ο μη αποτελεσματικός
μσν.
1. ο αχρησιμοποίητος
2. (για κληρικούς) εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί αργία.