ῥόφημα: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
mNo edit summary |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0849.png Seite 849]] τό, das, was geschlürft, geschluckt wird, bes. ein durch Beimischung von Mehl od. sonst verdickter und schleimig gemachter Trank, Medic.; Ath. III, 127 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0849.png Seite 849]] τό, das, was geschlürft, geschluckt wird, bes. ein durch Beimischung von Mehl od. sonst verdickter und schleimig gemachter Trank, Medic.; Ath. III, 127 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[sorte de bouillie]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥοφέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥόφημα:''' ατος τό похлебка, кашица Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥόφημα''': Ἰων. ῥύφ-, τό, πυκνὴ καὶ ῥευστὴ τροφὴ ἥν ῥοφεῖ τις, πυκνὸς [[πολτώδης]] ζωμὸς ἐκ φακῆς, χόνδρου, κλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πόμα]], Ἱππ. Ἀφ. 1261, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Ἀριστ. Προβλ. 1. 37, 2. | |lstext='''ῥόφημα''': Ἰων. ῥύφ-, τό, πυκνὴ καὶ ῥευστὴ τροφὴ ἥν ῥοφεῖ τις, πυκνὸς [[πολτώδης]] ζωμὸς ἐκ φακῆς, χόνδρου, κλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πόμα]], Ἱππ. Ἀφ. 1261, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Ἀριστ. Προβλ. 1. 37, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[ῥόφημα]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ῥύφημα]] Α [[ῥοφῶ</i> / <i>ῥυφῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ζεστό [[κυρίως]] πρωινό, [[αφέψημα]], [[τσάι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ρουφηξιά]], [[γουλιά]] κρασιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ρευστή, πυκνόρρευστη ή [[πολτώδης]] [[τροφή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[στερεά]] ή την υγρή· | |mltxt=το / [[ῥόφημα]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ῥύφημα]] Α [[ῥοφῶ</i> / <i>ῥυφῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ζεστό [[κυρίως]] πρωινό, [[αφέψημα]], [[τσάι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ρουφηξιά]], [[γουλιά]] κρασιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ρευστή, πυκνόρρευστη ή [[πολτώδης]] [[τροφή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[στερεά]] ή την υγρή· | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 8 January 2023
English (LSJ)
Ion. ῥύφημα, ατος, τό, that which is supped up, thick gruel or porridge, opp. πόμα, Hp.Aph.7.68, VM5, Fist.7, Arist.Pr.863b6.
German (Pape)
[Seite 849] τό, das, was geschlürft, geschluckt wird, bes. ein durch Beimischung von Mehl od. sonst verdickter und schleimig gemachter Trank, Medic.; Ath. III, 127 d.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sorte de bouillie.
Étymologie: ῥοφέω.
Russian (Dvoretsky)
ῥόφημα: ατος τό похлебка, кашица Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόφημα: Ἰων. ῥύφ-, τό, πυκνὴ καὶ ῥευστὴ τροφὴ ἥν ῥοφεῖ τις, πυκνὸς πολτώδης ζωμὸς ἐκ φακῆς, χόνδρου, κλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πόμα, Ἱππ. Ἀφ. 1261, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Ἀριστ. Προβλ. 1. 37, 2.
Greek Monolingual
το / ῥόφημα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥύφημα Α [[ῥοφῶ / ῥυφῶ]]
νεοελλ.
ζεστό κυρίως πρωινό, αφέψημα, τσάι
μσν.
ρουφηξιά, γουλιά κρασιού
μσν.-αρχ.
ρευστή, πυκνόρρευστη ή πολτώδης τροφή, σε αντιδιαστολή προς τη στερεά ή την υγρή·