δέμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dema
|Transliteration C=dema
|Beta Code=de/ma
|Beta Code=de/ma
|Definition=ατος, τό, ([[δέω]] A) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[band]], <span class="bibl">Plb.6.33.11</span>; = [[σχοινίον]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Archit., [[clamp]], [[dowel]], IG7.3073.70 (Lebad.). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[tow-rope]], <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>73.24</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[δέω]] A)<br><span class="bld">A</span> [[band]], Plb.6.33.11; = [[σχοινίον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> Archit., [[clamp]], [[dowel]], IG7.3073.70 (Lebad.).<br><span class="bld">III</span> [[tow-rope]], Ph. ''Bel.''73.24.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[traba]], [[cuerda]] ἵνα μήτ' ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι βλάπτωνται (οἱ ἵπποι) Plb.6.33.11, τί περὶ σφυρά μου δέματ' [ἐ] βάλετε; <i>Mim.Fr.Pap</i>.13.3, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> náut. [[cabo de remolque]] ἐὰν ἀφῶσι τὸ δ. (τὰ πλοῖα) Ph.<i>Bel</i>.73.24.<br /><b class="num">3</b> como unidad de medida [[gavilla]], [[haz]] σχοινίω(ν) <i>SB</i> 9386.43 (II d.C.), καλάμων Pall.<i>H.Laus</i>.18.6, <i>BGU</i> 2208.15 (VII d.C.), λινο[κα] λάμης <i>SB</i> 9024.3 (III/IV d.C.), σταχύων <i>PLond</i>.1771.10 (VI d.C.), <i>PStras</i>.476.12 (VI d.C.), <i>POxford</i> 16.15 (VI/VII d.C.), χόρτ(ου) <i>PKlein.Form</i>.880 (VII d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[atado]], [[paquete]] δέματα ψιαθίων atados de esterillas</i>, <i>BGU</i> 2359.3 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[manojo]] κοριδίου δ. ἓν καὶ ἡδεόσμου δ. ἕν <i>SB</i> 4483.12 (VII d.C.).<br /><b class="num">4</b> arq. [[grapa]] τὰ δέματα τὰ ὑπάρχοντα ἐν ταῖς στήλαις <i>IG</i> 7.3073.70, cf. 73 (Lebadea II a.C.).
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[traba]], [[cuerda]] ἵνα μήτ' ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι βλάπτωνται (οἱ ἵπποι) Plb.6.33.11, τί περὶ σφυρά μου δέματ' [ἐ] βάλετε; <i>Mim.Fr.Pap</i>.13.3, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> náut. [[cabo de remolque]] ἐὰν ἀφῶσι τὸ δ. (τὰ πλοῖα) Ph.<i>Bel</i>.73.24.<br /><b class="num">3</b> como unidad de medida [[gavilla]], [[haz]] σχοινίω(ν) <i>SB</i> 9386.43 (II d.C.), καλάμων Pall.<i>H.Laus</i>.18.6, <i>BGU</i> 2208.15 (VII d.C.), λινο[κα] λάμης <i>SB</i> 9024.3 (III/IV d.C.), σταχύων <i>PLond</i>.1771.10 (VI d.C.), <i>PStras</i>.476.12 (VI d.C.), <i>POxford</i> 16.15 (VI/VII d.C.), χόρτ(ου) <i>PKlein.Form</i>.880 (VII d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[atado]], [[paquete]] δέματα ψιαθίων atados de esterillas</i>, <i>BGU</i> 2359.3 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[manojo]] κοριδίου δ. ἓν καὶ ἡδεόσμου δ. ἕν <i>SB</i> 4483.12 (VII d.C.).<br /><b class="num">4</b> arq. [[grapa]] τὰ δέματα τὰ ὑπάρχοντα ἐν ταῖς στήλαις <i>IG</i> 7.3073.70, cf. 73 (Lebadea II a.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0544.png Seite 544]] τό, das Band, Pol. 6, 33; das Bündel, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0544.png Seite 544]] τό, das Band, Pol. 6, 33; das Bündel, VLL.
}}
{{elru
|elrutext='''δέμα:''' ατος τό pl. путы (ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι ἵπποι Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[δέμα]])<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο δένουμε [[κάτι]], [[ταινία]] ή [[σκοινί]]<br /><b>2.</b> [[κάτι]] συσκευασμένο και δεμένο με [[ταινία]] ή [[σκοινί]] («ταχυδρομικό [[δέμα]]», «[[δέμα]] με βιβλία»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει καλλιεργημένη [[έκταση]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) [[δέσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]]<br /><b>2.</b> [[δέση]], [[φράγμα]] ποταμού<br /><b>3.</b> [[δέσιμο]], [[μαγικός]] [[κατάδεσμος]] που εμποδίζει τη [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> [[δεσμός]]<br /><b>5.</b> τα [[δεσμά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>, <i>δω</i> «[[δένω]]»].
|mltxt=το (AM [[δέμα]])<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο δένουμε [[κάτι]], [[ταινία]] ή [[σκοινί]]<br /><b>2.</b> [[κάτι]] συσκευασμένο και δεμένο με [[ταινία]] ή [[σκοινί]] («ταχυδρομικό [[δέμα]]», «[[δέμα]] με βιβλία»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει καλλιεργημένη [[έκταση]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) [[δέσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]]<br /><b>2.</b> [[δέση]], [[φράγμα]] ποταμού<br /><b>3.</b> [[δέσιμο]], [[μαγικός]] [[κατάδεσμος]] που εμποδίζει τη [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> [[δεσμός]]<br /><b>5.</b> τα [[δεσμά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>, <i>δω</i> «[[δένω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''δέμα:''' ατος τό pl. путы (ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι ἵπποι Polyb.).
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέμα Medium diacritics: δέμα Low diacritics: δέμα Capitals: ΔΕΜΑ
Transliteration A: déma Transliteration B: dema Transliteration C: dema Beta Code: de/ma

English (LSJ)

-ατος, τό, (δέω A)
A band, Plb.6.33.11; = σχοινίον, Hsch.
II Archit., clamp, dowel, IG7.3073.70 (Lebad.).
III tow-rope, Ph. Bel.73.24.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 traba, cuerda ἵνα μήτ' ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι βλάπτωνται (οἱ ἵπποι) Plb.6.33.11, τί περὶ σφυρά μου δέματ' [ἐ] βάλετε; Mim.Fr.Pap.13.3, cf. Hsch.
2 náut. cabo de remolque ἐὰν ἀφῶσι τὸ δ. (τὰ πλοῖα) Ph.Bel.73.24.
3 como unidad de medida gavilla, haz σχοινίω(ν) SB 9386.43 (II d.C.), καλάμων Pall.H.Laus.18.6, BGU 2208.15 (VII d.C.), λινο[κα] λάμης SB 9024.3 (III/IV d.C.), σταχύων PLond.1771.10 (VI d.C.), PStras.476.12 (VI d.C.), POxford 16.15 (VI/VII d.C.), χόρτ(ου) PKlein.Form.880 (VII d.C.)
atado, paquete δέματα ψιαθίων atados de esterillas, BGU 2359.3 (III d.C.)
manojo κοριδίου δ. ἓν καὶ ἡδεόσμου δ. ἕν SB 4483.12 (VII d.C.).
4 arq. grapa τὰ δέματα τὰ ὑπάρχοντα ἐν ταῖς στήλαις IG 7.3073.70, cf. 73 (Lebadea II a.C.).

German (Pape)

[Seite 544] τό, das Band, Pol. 6, 33; das Bündel, VLL.

Russian (Dvoretsky)

δέμα: ατος τό pl. путы (ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι ἵπποι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δέμα: -ατος, τό, (δέω) λωρίς, ταινία, Πολύβ. 6. 33, 11. ΙΙ. σωρός, δέμα Ἡσύχ.

Greek Monolingual

το (AM δέμα)
1. αυτό με το οποίο δένουμε κάτι, ταινία ή σκοινί
2. κάτι συσκευασμένο και δεμένο με ταινία ή σκοινί («ταχυδρομικό δέμα», «δέμα με βιβλία»)
μσν.- νεοελλ.
1. σωρός από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει καλλιεργημένη έκταση
2. (για μέταλλα) δέσιμο
νεοελλ.
1. επίδεσμος
2. δέση, φράγμα ποταμού
3. δέσιμο, μαγικός κατάδεσμος που εμποδίζει τη συνουσία
4. δεσμός
5. τα δεσμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέω, δω «δένω»].