ἀντροχαρής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antrocharis
|Transliteration C=antrocharis
|Beta Code=a)ntroxarh/s
|Beta Code=a)ntroxarh/s
|Definition=ές, [[cave-haunting]], [[epithet]] of nymphs and Pan, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>11.12</span>, <span class="bibl">51.5</span>.
|Definition=ἀντροχαρές, [[cave-haunting]], [[epithet]] of nymphs and Pan, Orph.''H.''11.12, 51.5.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντροχαρής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />αυτός που χαίρεται και ζει [[μέσα]] στα άντρα (επίθ. του Πανός και των Νυμφών).
|mltxt=[[ἀντροχαρής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />αυτός που χαίρεται και ζει [[μέσα]] στα άντρα (επίθ. του Πανός και των Νυμφών).
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>der [[Grotten]] sich [[freuend]], sich gern in [[Grotten]] [[aufhaltend]]</i>, Pan, Orph. <i>H</i>. 10; [[Nymphen]], 50.
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντροχᾰρής Medium diacritics: ἀντροχαρής Low diacritics: αντροχαρής Capitals: ΑΝΤΡΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: antrocharḗs Transliteration B: antrocharēs Transliteration C: antrocharis Beta Code: a)ntroxarh/s

English (LSJ)

ἀντροχαρές, cave-haunting, epithet of nymphs and Pan, Orph.H.11.12, 51.5.

Spanish (DGE)

(ἀντροχᾰρής) -ές
que frecuenta las cuevas epít. de Pan, Orph.H.11.12, de las ninfas, Orph.H.51.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντροχᾰρής: -ές, (χαίρω), ὁ χαίρων να διαιτᾶται ἐντὸς ἄντρων, ἐπίθ. τῶν νυμφῶν καὶ τοῦ Πανός, Ὀρφ. Ὕμν. 11 καὶ 51.

Greek Monolingual

ἀντροχαρής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που χαίρεται και ζει μέσα στα άντρα (επίθ. του Πανός και των Νυμφών).

German (Pape)

ές, der Grotten sich freuend, sich gern in Grotten aufhaltend, Pan, Orph. H. 10; Nymphen, 50.