αὔτανδρος: Difference between revisions

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aytandros
|Transliteration C=aytandros
|Beta Code=au)/tandros
|Beta Code=au)/tandros
|Definition=ον, (ἀνήρ) [[together with the men]], [[men and all]], ναῦς αὐτάνδρους ἀπέβαλον <span class="bibl">Plb.1.23.7</span>, cf. Sosyl.<span class="bibl">p.31</span> B., <span class="bibl">A.R.3.582</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Bacch.</span>3</span>, etc.; πόλεις αὐ. ἀνῃρῆσθαι <span class="bibl">D.H.7.60</span>: hence <b class="b3">αὔ. λαός</b> the people, [[every man of them]], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.31</span>.
|Definition=αὔτανδρον, ([[ἀνήρ]]) [[together with the men]], [[men and all]], ναῦς αὐτάνδρους ἀπέβαλον Plb.1.23.7, cf. Sosyl.p.31 B., A.R.3.582, Luc.''Bacch.''3, etc.; πόλεις αὐ. ἀνῃρῆσθαι D.H.7.60: hence <b class="b3">αὔ. λαός</b> the people, [[every man of them]], J.''BJ''3.7.31.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pris <i>ou</i> détruit avec tous ses hommes <i>ou</i> avec tous ses habitants.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἀνήρ]].
|btext=ος, ον :<br />pris <i>ou</i> détruit avec tous ses hommes <i>ou</i> avec tous ses habitants.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἀνήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὔτανδρος:''' [[вместе со всеми людьми]] ([[ναῦς]] Polyb.; οἰκίαι Plut.; [[ἅμαξα]] Luc.; Περσὶς ὀλλυμένη Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὔτανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]), αυτός που βρίσκεται μαζί με άνδρες, το [[σύνολο]] των ανθρώπων που αποτελείται από άνδρες, σε Πολύβ.
|lsmtext='''αὔτανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]), αυτός που βρίσκεται μαζί με άνδρες, το [[σύνολο]] των ανθρώπων που αποτελείται από άνδρες, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὔτανδρος:''' [[вместе со всеми людьми]] ([[ναῦς]] Polyb.; οἰκίαι Plut.; [[ἅμαξα]] Luc.; Περσὶς ὀλλυμένη Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]]<br />[[together]] with the men, men and all, Polyb.
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]]<br />[[together]] with the men, men and all, Polyb.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=μαζί μέ [[τούς]] ἀνθρώπους). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις αὐτός + [[ἀνήρ]].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔτανδρος Medium diacritics: αὔτανδρος Low diacritics: αύτανδρος Capitals: ΑΥΤΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: aútandros Transliteration B: autandros Transliteration C: aytandros Beta Code: au)/tandros

English (LSJ)

αὔτανδρον, (ἀνήρ) together with the men, men and all, ναῦς αὐτάνδρους ἀπέβαλον Plb.1.23.7, cf. Sosyl.p.31 B., A.R.3.582, Luc.Bacch.3, etc.; πόλεις αὐ. ἀνῃρῆσθαι D.H.7.60: hence αὔ. λαός the people, every man of them, J.BJ3.7.31.

Spanish (DGE)

-ον
con la totalidad de los hombres, al completo στρατόπεδον Plb.1.54.4, I.BI 1.368, ἅμαξαι Luc.Tox.39, στόλοι D.H.2.6, ὁ δῆμος αὔ. el pueblo entero reunido I.BI 2.492, cf. 3.293, ἔθνος I.BI 4.243, πόλεις Luc.Bacch.3, D.H.7.60
esp. de naves con toda la tripulación ναῦς Plb.1.23.7, 1.25.3, 16.5.2, Sosyl.1.2, Polyaen.5.22.2, πλοῖον Plb.4.6.1, 5.94.8, δόρυ νήιον A.R.3.582, cf. Call.Fr.7.33, Plu.Luc.8, Luc.VH 1.34, AP 9.296 (Apollonid.), Charito 7.6.1
fig. ἡ γὰρ φιλοχρηματία ... καὶ ἡ φιληδονία ... καταβυθίζουσιν αὐτάνδρους ἤδη τοὺς βίους el afán de riquezas y el deseo de placer hunden nuestras vidas con toda su tripulación, e.d., completamente Longin.44.6.

German (Pape)

[Seite 395] sammt den Menschen, sammt der Mannschaft, ναῦς λαβεῖν Pol. 1, 25. 28; öfter Sp.; vgl. Apollonids 16 (IX, 296); ἅμαξα Luc. Tox. 39; πόλεις ἀνῄρηνται Dion. Hal. 7, 60; στόλοι διεφθάρησαν 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris ou détruit avec tous ses hommes ou avec tous ses habitants.
Étymologie: αὐτός, ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

αὔτανδρος: вместе со всеми людьми (ναῦς Polyb.; οἰκίαι Plut.; ἅμαξα Luc.; Περσὶς ὀλλυμένη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

αὔτανδρος: -ον, (ἀνὴρ) «σὺν αὐτοῖς τοῖς ἀνδράσιν» Ἡσύχ., ναῦς αὐτάνδρους λαβεῖν, κτλ., Πολύβ. 1. 23, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 582· πρβλ. Θουκ. 2. 90· ἐντεῦθεν, τὸν τῆς πόλεως λαὸν αὔτανδρον, ὁλόκληρον τὸν ἐξ ἀνδρῶν συνιστάμενον λαὸν τῆς πόλεως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 3. 7. 31.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὔτανδρος, -ον) ανήρ
Ι. (συνήθως για βυθιζόμενα σκάφη) με όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα (πρβλ. α) «το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο»
β) «αὐτάνδρους τὰς ναῦς ἀπέβαλον»
γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» — έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον πληθυσμό τους)
II. επίρρ. αὐτανδρί
με όλους τους άντρες.

Greek Monotonic

αὔτανδρος: -ον (ἀνήρ), αυτός που βρίσκεται μαζί με άνδρες, το σύνολο των ανθρώπων που αποτελείται από άνδρες, σε Πολύβ.

Middle Liddell

ἀνήρ
together with the men, men and all, Polyb.

Mantoulidis Etymological

(=μαζί μέ τούς ἀνθρώπους). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις αὐτός + ἀνήρ.