νυγμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nygmos
|Transliteration C=nygmos
|Beta Code=nugmo/s
|Beta Code=nugmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pricking sensation]], [[irritation]], Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.8.24.62</span>: in plural, of gout, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ocyp.</span>30</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., of the [[prickings]] of conscience, τῶν παρανομημάτων ν. εἰς τὴν ψυχὴν λαμβάνειν <span class="bibl">D.S.13.58</span>; but also, = [[νύγμα]] II, ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phil.</span>9</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[pricking sensation]], [[irritation]], Ruf. ap. Orib.8.24.62: in plural, of gout, Luc.''Ocyp.''30.<br><span class="bld">II</span> metaph., of the [[prickings]] of conscience, τῶν παρανομημάτων ν. εἰς τὴν ψυχὴν λαμβάνειν [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.58; but also, = [[νύγμα]] II, ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Plu.''Phil.''9.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />piqûre.<br />'''Étymologie:''' [[νύσσω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[piqûre]].<br />'''Étymologie:''' [[νύσσω]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das [[Stechen]]</i>; DS. 13.58; Luc.; Plut. <i>Philop</i>. 9.
}}
{{elru
|elrutext='''νυγμός:''' ὁ Diod., Plut. = [[νυγμή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[νυγμός]])<br /><b>1.</b> [[κέντημα]], [[τσίμπημα]], [[ερεθισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπαινιγμός]], [[νύξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθισμός]] τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> οι τύψεις της συνείδησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νυγ</i>- (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>νύγ</i>-<i>ην</i>) του [[νύσσω]] «[[κεντώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].
|mltxt=ο (ΑΜ [[νυγμός]])<br /><b>1.</b> [[κέντημα]], [[τσίμπημα]], [[ερεθισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπαινιγμός]], [[νύξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθισμός]] τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> οι τύψεις της συνείδησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νυγ</i>- (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>νύγ</i>-<i>ην</i>) του [[νύσσω]] «[[κεντώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''νυγμός:''' ὁ Diod., Plut. = [[νυγμή]].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμός Medium diacritics: νυγμός Low diacritics: νυγμός Capitals: ΝΥΓΜΟΣ
Transliteration A: nygmós Transliteration B: nygmos Transliteration C: nygmos Beta Code: nugmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A pricking sensation, irritation, Ruf. ap. Orib.8.24.62: in plural, of gout, Luc.Ocyp.30.
II metaph., of the prickings of conscience, τῶν παρανομημάτων ν. εἰς τὴν ψυχὴν λαμβάνειν D.S.13.58; but also, = νύγμα II, ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Plu.Phil.9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.

German (Pape)

ὁ, das Stechen; DS. 13.58; Luc.; Plut. Philop. 9.

Russian (Dvoretsky)

νυγμός: ὁ Diod., Plut. = νυγμή.

Greek (Liddell-Scott)

νυγμός: ὁ, (νύσσω) τὸ νύσσειν, κέντημα. Διόδ. 13. 58· μεταφ., ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Πλουτ. Φιλοπ. 9· πρβλ. νύγμα.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νυγμός)
1. κέντημα, τσίμπημα, ερεθισμός
2. μτφ. υπαινιγμός, νύξη
αρχ.
1. ερεθισμός τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές
2. μτφ. οι τύψεις της συνείδησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. -νύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μός].