μνήστωρ: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mnistor | |Transliteration C=mnistor | ||
|Beta Code=mnh/stwr | |Beta Code=mnh/stwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, [[mindful of]], τινος | |Definition=-ορος, ὁ, [[mindful of]], τινος A.''Th.''180 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui pense à, qui se souvient de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]]. | |btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui pense à, qui se souvient de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μνήστωρ:''' ορος adj. [[μνάομαι]] I] помнящий ([[πόλεος]] [[ὀργίων]] μνήστορες [[ἐστέ]] μοι Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μνήστωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br />μνηστευμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται [[κάτι]], αυτός που έχει [[κάτι]] στο [[μυαλό]] του<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ μνήστορες</i><br />(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνησ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>μνησ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>μνῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μνήστωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br />μνηστευμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται [[κάτι]], αυτός που έχει [[κάτι]] στο [[μυαλό]] του<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ μνήστορες</i><br />(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνησ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>μνησ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>μνῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[μιάστωρ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μνήστωρ:''' -ορος, ὁ ([[μνάομαι]]), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μνήστωρ:''' -ορος, ὁ ([[μνάομαι]]), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μνήστωρ]], ορος, ὁ, [[μνάομαι]]<br />[[mindful]] of, τινός Aesch. | |mdlsjtxt=[[μνήστωρ]], ορος, ὁ, [[μνάομαι]]<br />[[mindful]] of, τινός Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ, mindful of, τινος A.Th.180 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 196] ορος, ὁ, poet, = μνηστήρ, auch = eingedenk, ὀργίων μνήστορες ἔστε μοι, Aesch. Spt. 163.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
qui pense à, qui se souvient de, gén..
Étymologie: μνάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μνήστωρ: ορος adj. μνάομαι I] помнящий (πόλεος ὀργίων μνήστορες ἐστέ μοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μνήστωρ: -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ.
Greek Monolingual
μνήστωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
μνηστευμένος
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται κάτι, αυτός που έχει κάτι στο μυαλό του
2. στον πληθ. οἱ μνήστορες
(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. ἔ-μνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τωρ (πρβλ. μιάστωρ)].
Greek Monotonic
μνήστωρ: -ορος, ὁ (μνάομαι), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή κάτι, τινός, σε Αισχύλ.