Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρημνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krimnodis
|Transliteration C=krimnodis
|Beta Code=krhmnw/dhs
|Beta Code=krhmnw/dhs
|Definition=ες, [[precipitous]], <span class="bibl">Th.7.84</span>, Dsc.4.144, <span class="bibl">Onos.10.17</span>, etc.; τὸ κ. τῆς ὄχθης <span class="bibl">Plu.<span class="title">Tim.</span>31</span>: Sup., <span class="bibl">Hdn.6.5.5</span>.
|Definition=κρημνῶδες, [[precipitous]], Th.7.84, Dsc.4.144, Onos.10.17, etc.; τὸ κ. τῆς ὄχθης Plu.''Tim.''31: Sup., Hdn.6.5.5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[κρημνός]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />[[escarpé]].<br />'''Étymologie:''' [[κρημνός]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρημνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀπότομος]], [[ἀπόκρημνος]], Θουκ. 7. 84, κτλ.· τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Πλουτ. Τιμολ. 31.
|elnltext=κρημνώδης -ες [κρημνός] [[steil]].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>einem [[κρημνός]] [[ähnlich]], [[abschüssig]], [[steil]]</i>; Thuc. 7.84; τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Plut. <i>[[Timol]]</i>. 31; κρημνωδέστατος Hdn. 6.5.11.
}}
{{elru
|elrutext='''κρημνώδης:''' [[крутой]], [[обрывистый]] (τὰ [[θάτερα]] τοῦ ποταμοῦ Thuc.; κ. καὶ τραχεῖα [[νῆσος]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''κρημνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[απόκρημνος]], [[απότομος]], [[κατακόρυφος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κρημνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[απόκρημνος]], [[απότομος]], [[κατακόρυφος]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρημνώδης:''' [[крутой]], [[обрывистый]] (τὰ [[θάτερα]] τοῦ ποταμοῦ Thuc.; κ. καὶ τραχεῖα [[νῆσος]] Plut.).
|lstext='''κρημνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀπότομος]], [[ἀπόκρημνος]], Θουκ. 7. 84, κτλ.· τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Πλουτ. Τιμολ. 31.
}}
{{elnl
|elnltext=κρημνώδης -ες [κρημνός] steil.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρημνώδης Medium diacritics: κρημνώδης Low diacritics: κρημνώδης Capitals: ΚΡΗΜΝΩΔΗΣ
Transliteration A: krēmnṓdēs Transliteration B: krēmnōdēs Transliteration C: krimnodis Beta Code: krhmnw/dhs

English (LSJ)

κρημνῶδες, precipitous, Th.7.84, Dsc.4.144, Onos.10.17, etc.; τὸ κ. τῆς ὄχθης Plu.Tim.31: Sup., Hdn.6.5.5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
escarpé.
Étymologie: κρημνός, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρημνώδης -ες [κρημνός] steil.

German (Pape)

ες, einem κρημνός ähnlich, abschüssig, steil; Thuc. 7.84; τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Plut. Timol. 31; κρημνωδέστατος Hdn. 6.5.11.

Russian (Dvoretsky)

κρημνώδης: крутой, обрывистый (τὰ θάτερα τοῦ ποταμοῦ Thuc.; κ. καὶ τραχεῖα νῆσος Plut.).

Greek Monolingual

-ες (AM κρημνώδης, -ῶδες)
αυτός που μοιάζει με γκρεμό ή ο γεμάτος γκρεμούς, απότομος («τὸ κρημνῶδες τῆς ἑκατέρωθεν ὄχθης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώδης].

Greek Monotonic

κρημνώδης: -ες (εἶδος), απόκρημνος, απότομος, κατακόρυφος, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κρημνώδης: -ες, (εἶδος) ἀπότομος, ἀπόκρημνος, Θουκ. 7. 84, κτλ.· τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Πλουτ. Τιμολ. 31.

Middle Liddell

κρημν-ώδης, ες εἶδος
precipitous, Thuc.

English (Woodhouse)

precipitous, sheer, steep

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)