σίντης: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sintis
|Transliteration C=sintis
|Beta Code=si/nths
|Beta Code=si/nths
|Definition=ου, ὁ, (σίνομαι) poet. word, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[σίνις]], [[ravening]], of the lion, <span class="bibl">Il. 11.481</span>, <span class="bibl">20.165</span>; of the wolf, <span class="bibl">16.353</span>: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>715</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Subst., = [[ἔχις]], ib.<span class="bibl">623</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[spoiler]], [[thief]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.602</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>7.115. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[hoopoe]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[μακεσίκρανος]] ([[σιήτην]] cod.).</span>
|Definition=σίντου, ὁ, ([[σίνομαι]]) ''poet.'' word,<br><span class="bld">A</span> = [[σίνις]], [[ravening]], of the lion, Il. 11.481, 20.165; of the wolf, 16.353: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος Nic.''Th.''715.<br><span class="bld">2</span> Subst., = [[ἔχις]], ib.623.<br><span class="bld">3</span> [[spoiler]], [[thief]], Opp.''H.''4.602, ''Cat.Cod.Astr.''7.115.<br><span class="bld">4</span> [[hoopoe]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[μακεσίκρανος]] ([[σιήτην]] cod.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pillard, voleur, rapace.<br />'''Étymologie:''' [[σίνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[pillard]], [[voleur]], [[rapace]].<br />'''Étymologie:''' [[σίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σίντης''': -ου, ὁ, ([[σίνομαι]]) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, [[ἁρπακτικός]], ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ [[σίνις]]. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = [[ἔχις]], [[αὐτόθι]] 623· ὁ διαρπάζων, [[κλέπτης]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
|elnltext=σίντης -ου, ὁ [σίνομαι] [[roofdier]].
}}
{{elru
|elrutext='''σίντης:''' ου adj. m грабящий, разоряющий, хищный ([[λέων]], λύκοι Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σίντης:''' -ου, ὁ ([[σίνομαι]]), [[καταστροφικός]], [[ολέθριος]], [[κλέφτης]], [[αρπακτικός]], λέγεται για άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''σίντης:''' -ου, ὁ ([[σίνομαι]]), [[καταστροφικός]], [[ολέθριος]], [[κλέφτης]], [[αρπακτικός]], λέγεται για άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σίντης:''' ου adj. m грабящий, разоряющий, хищный ([[λέων]], λύκοι Hom.).
|lstext='''σίντης''': -ου, ὁ, ([[σίνομαι]]) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, [[ἁρπακτικός]], ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ [[σίνις]]. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = [[ἔχις]], [[αὐτόθι]] 623· διαρπάζων, [[κλέπτης]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
}}
{{elnl
|elnltext=σίντης -ου, ὁ [σίνομαι] roofdier.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σίντης]], ου, ὁ, [[σίνομαι]]<br />[[destructive]], [[ravenous]], of [[wild]] beasts, Il.
|mdlsjtxt=[[σίντης]], ου, ὁ, [[σίνομαι]]<br />[[destructive]], [[ravenous]], of [[wild]] beasts, Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

English (LSJ)

σίντου, ὁ, (σίνομαι) poet. word,
A = σίνις, ravening, of the lion, Il. 11.481, 20.165; of the wolf, 16.353: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος Nic.Th.715.
2 Subst., = ἔχις, ib.623.
3 spoiler, thief, Opp.H.4.602, Cat.Cod.Astr.7.115.
4 hoopoe, Hsch. s.v. μακεσίκρανος (σιήτην cod.).

German (Pape)

[Seite 883] ὁ, der Räuberische, Reißende; Beiwort des Löwen u. des Wolfes, Il. 11, 481. 16, 353. 20, 165; auch von der Spinne, φάλαγξ, Nic. Th. 715.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pillard, voleur, rapace.
Étymologie: σίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίντης -ου, ὁ [σίνομαι] roofdier.

Russian (Dvoretsky)

σίντης: ου adj. m грабящий, разоряющий, хищный (λέων, λύκοι Hom.).

English (Autenrieth)

ravening. (Il.)

Greek Monolingual

και σίντις και σίντος, ὁ, ΜΑ σίνομαι
(κυρίως για λιοντάρι ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει
αρχ.
1. έχιδνα, οχιά
2. ληστής, κακούργος.

Greek Monotonic

σίντης: -ου, ὁ (σίνομαι), καταστροφικός, ολέθριος, κλέφτης, αρπακτικός, λέγεται για άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

σίντης: -ου, ὁ, (σίνομαι) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, ἁρπακτικός, ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ σίνις. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = ἔχις, αὐτόθι 623· ὁ διαρπάζων, κλέπτης, Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.

Middle Liddell

σίντης, ου, ὁ, σίνομαι
destructive, ravenous, of wild beasts, Il.