Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στόμφαξ: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stomfaks
|Transliteration C=stomfaks
|Beta Code=sto/mfac
|Beta Code=sto/mfac
|Definition=ᾱκος, ὁ, ἡ, [[ranter]], as Aeschylus is called by Pheidippides in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1367</span>.
|Definition=-ᾱκος, ὁ, ἡ, [[ranter]], as Aeschylus is called by Pheidippides in Ar.''Nu.''1367.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />qui parle avec emphase, grandiloquent.<br />'''Étymologie:''' [[στόμφος]].
|btext=ακος (ὁ) :<br />[[qui parle avec emphase]], [[grandiloquent]].<br />'''Étymologie:''' [[στόμφος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στόμφαξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ([[στόμφος]]) ὁ ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ [[στόμα]], [[κομπαστής]], [[μεγαλορρήμων]], [[μάλιστα]] δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. [[στομφάζω]])· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. [[ὄμφαξ]] ἐν τέλ.
|elnltext=στόμφαξ -ακος [στόμφος] [[vol bombast]].
}}
{{elru
|elrutext='''στόμφαξ:''' ᾱκος ὁ [[высокопарный болтун]], [[краснобай]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />αυτός που εκφράζεται με πομπώδη τρόπο, που χρησιμοποιεί ηχηρές λέξεις, κομπορρήμονος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[στόμφος]] με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -ακος (<b>πρβλ.</b> <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i>)].
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />αυτός που εκφράζεται με πομπώδη τρόπο, που χρησιμοποιεί ηχηρές λέξεις, κομπορρήμονος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[στόμφος]] με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -ακος ([[πρβλ]]. [[σκύλαξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στόμφαξ:''' -ᾱκος, ὁ, ἡ ([[στόμφος]]), [[φωνακλάς]], [[καυχησιάρης]], [[κομπορρήμων]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''στόμφαξ:''' -ᾱκος, ὁ, ἡ ([[στόμφος]]), [[φωνακλάς]], [[καυχησιάρης]], [[κομπορρήμων]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στόμφαξ:''' ᾱκος ὁ высокопарный болтун, краснобай Arph.
|lstext='''στόμφαξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ([[στόμφος]]) ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ [[στόμα]], [[κομπαστής]], [[μεγαλορρήμων]], [[μάλιστα]] δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. [[στομφάζω]])· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. [[ὄμφαξ]] ἐν τέλ.
}}
{{elnl
|elnltext=στόμφαξ -ακος [στόμφος] vol bombast.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στόμφαξ]], ᾱκος, [[στόμφος]]<br />a [[mouther]], [[ranter]], Ar.
|mdlsjtxt=[[στόμφαξ]], ᾱκος, [[στόμφος]]<br />a [[mouther]], [[ranter]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμφαξ Medium diacritics: στόμφαξ Low diacritics: στόμφαξ Capitals: ΣΤΟΜΦΑΞ
Transliteration A: stómphax Transliteration B: stomphax Transliteration C: stomfaks Beta Code: sto/mfac

English (LSJ)

-ᾱκος, ὁ, ἡ, ranter, as Aeschylus is called by Pheidippides in Ar.Nu.1367.

German (Pape)

[Seite 948] ακος, ὁ, der das Maul im Sprechen vollnimmt, bes. Wörter braucht, die den Mund füllen, wie Aeschylus bei Ar. Nubb. 1349 heißt. wegen seiner langen Wortzusammensetzungen; der Schol. zu dieser Stelle u. zu Vesp. 721 betrachtet das Wort als zusammengesetzt aus στόμα u. ὄμφαξ, u. erkl. σκληρός, τραχύς, s. aber στόμφος.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
qui parle avec emphase, grandiloquent.
Étymologie: στόμφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόμφαξ -ακος [στόμφος] vol bombast.

Russian (Dvoretsky)

στόμφαξ: ᾱκος ὁ высокопарный болтун, краснобай Arph.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
αυτός που εκφράζεται με πομπώδη τρόπο, που χρησιμοποιεί ηχηρές λέξεις, κομπορρήμονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του στόμφος με επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλαξ)].

Greek Monotonic

στόμφαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ (στόμφος), φωνακλάς, καυχησιάρης, κομπορρήμων, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στόμφαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, (στόμφος) ὁ ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ στόμα, κομπαστής, μεγαλορρήμων, μάλιστα δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. στομφάζω)· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. ὄμφαξ ἐν τέλ.

Middle Liddell

στόμφαξ, ᾱκος, στόμφος
a mouther, ranter, Ar.