στροβιλοειδής: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stroviloeidis | |Transliteration C=stroviloeidis | ||
|Beta Code=strobiloeidh/s | |Beta Code=strobiloeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=στροβιλοειδές, like a [[στρόβιλος]], [[conical]], [[σχῆμα]] [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.12.9, cf. Ruf.''Anat.''32; [[ὕψος]] Str.17.1.10. Adv. [[στροβιλοειδῶς]] Ruf.''Oss.''21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />en forme de toupie <i>ou</i> de pomme de pin, conique.<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />en forme de toupie <i>ou</i> [[de pomme de pin]], [[conique]].<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], [[εἶδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 16:10, 8 July 2024
English (LSJ)
στροβιλοειδές, like a στρόβιλος, conical, σχῆμα Thphr. HP 3.12.9, cf. Ruf.Anat.32; ὕψος Str.17.1.10. Adv. στροβιλοειδῶς Ruf.Oss.21.
German (Pape)
[Seite 955] ές, von der Art od. Gestalt eines στρόβιλος, eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de toupie ou de pomme de pin, conique.
Étymologie: στρόβιλος, εἶδος.
Greek (Liddell-Scott)
στροβῑλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς στρόβιλον, κωνικός, σχῆμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 9· ὕφος Στράβ. 795. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 189 ἔκδ. Ruelle.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με δίνη, στροβιλώδης
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, κωνικός.
επίρρ...
στροβιλοειδῶς Α
με κωνικό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + -ειδής].
Greek Monotonic
στροβῑλοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα σβούρας ή κώνου, κωνικός, σε Στράβ.
Middle Liddell
στροβῑλο-ειδής, ές εἶδος
conical, Strab.