τυλώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tylodis | |Transliteration C=tylodis | ||
|Beta Code=tulw/dhs | |Beta Code=tulw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=τυλῶδες, [[callous]], Plu. 2.46d (metaph.), Dsc.2.154, Antyll. ap. Orib.10.23.24, Sor.1.10, Gal.6.775. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />calleux.<br />'''Étymologie:''' [[τύλος]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[calleux]].<br />'''Étymologie:''' [[τύλος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, zusammengezogen statt [[τυλοειδής]], Plut. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῠλώδης:''' [[мозолистый]] ([[σάρξ]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[τυλώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τύλη]]/[[τύλος]]<br />όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες [[εξόγκωμα]]» β. «[[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] τύλους («τυλώδες [[χέρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τυλώδες [[έλκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[έλκος]] με [[παλιά]] και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης. | |mltxt=-ες / [[τυλώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τύλη]]/[[τύλος]]<br />όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες [[εξόγκωμα]]» β. «[[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] τύλους («τυλώδες [[χέρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τυλώδες [[έλκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[έλκος]] με [[παλιά]] και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
τυλῶδες, callous, Plu. 2.46d (metaph.), Dsc.2.154, Antyll. ap. Orib.10.23.24, Sor.1.10, Gal.6.775.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
calleux.
Étymologie: τύλος, -ωδης.
German (Pape)
ες, zusammengezogen statt τυλοειδής, Plut.
Russian (Dvoretsky)
τῠλώδης: мозолистый (σάρξ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τυλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τυλοειδής, ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει, τῇ ψυχῇ μώλωπα μὴ λαμβάνοντος Πλούτ. 2. 46D.
Greek Monolingual
-ες / τυλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τύλη/τύλος
όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες εξόγκωμα» β. «ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος τύλους («τυλώδες χέρι»)
2. φρ. «τυλώδες έλκος»
ιατρ. έλκος με παλιά και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης.