ἀνασοβέω: Difference between revisions
ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anasoveo | |Transliteration C=anasoveo | ||
|Beta Code=a)nasobe/w | |Beta Code=a)nasobe/w | ||
|Definition= | |Definition=scare and make to start up: generally, [[rouse]], ἄγραν Pl. ''Ly.'' 206a; τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44d; <b class="b3">τινὰ πρὸς ὀργήν</b> Chor.p.206 B.: —Pass., <b class="b3">ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην</b> [[with ruffled]] hair, Luc.''Tim.''54; κόμη ἀνασεσοβημένη Id.''JTr.''30. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἀνασοβῶ]] :<br />faire se hérisser (de peur), effrayer, épouvanter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σοβέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνασοβέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[ставить дыбом]]: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην Luc. с торчащими дыбом волосами;<br /><b class="num">2</b> [[возбуждать]], [[раздражать]] (τοὺς ἀκροωμένους Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[спугивать]] (τὴν ἄγραν Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνασοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβίζω]] και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην</i>, με ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀνασοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβίζω]] και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην</i>, με ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[scare]] and make to [[start]] up, to [[rouse]], Plat.:—Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with [[hair]] on end [[through]] [[fright]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:42, 16 March 2024
English (LSJ)
scare and make to start up: generally, rouse, ἄγραν Pl. Ly. 206a; τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44d; τινὰ πρὸς ὀργήν Chor.p.206 B.: —Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with ruffled hair, Luc.Tim.54; κόμη ἀνασεσοβημένη Id.JTr.30.
Spanish (DGE)
1 espantar, ahuyentar ἄγραν Pl.Ly.206a
•fig. ref. a un enamorado μὴ τρόπος ἀπειθὴς ἀνασοβήσῃ ὃν εὖ μάλα τεθήρακεν ἡ μορφή Aristaenet.2.2.14
•intimidar, amedrentar με Pl.Ep.348a, τοὺς μάρτυρας PEnteux.86.6 (III a.C.), τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44c
•abs. Plb.38.9.8, Chor.Decl.10.47
•en v. med.-pas. amedrentarse, asustarse, ἵνα μὴ ἀνασοβηθῶμεν PLond.1980.12 (III a.C.), τοὺς αἰπόλους ἀνασοβεῖσθαι PCair.Zen.338.3 (III a.C.).
2 excitar en v. pas. (γυνή) ἀνασεσοβημένη τοὺς τρόπους SB 9421.18 (III d.C.).
3 en v. med. erizarse ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην Luc.Tim.54, κόμη ἀνασοβουμένη Luc.ITr.30.
German (Pape)
[Seite 207] aufscheuchen, erschrecken: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, mit aufgesträubtem Haar, Luc. Tim. 54; κόμη ἀνασοβουμένη, das sich vor Schreck sträubende Haar, Iup. trag. 30; übh. aufregen, Plat. Lys. 906 a.
French (Bailly abrégé)
ἀνασοβῶ :
faire se hérisser (de peur), effrayer, épouvanter.
Étymologie: ἀνά, σοβέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασοβέω:
1 ставить дыбом: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην Luc. с торчащими дыбом волосами;
2 возбуждать, раздражать (τοὺς ἀκροωμένους Plut.);
3 спугивать (τὴν ἄγραν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασοβέω: φοβῶ, πτοῶ, «σκιάζω», κάμνω τινὰ νὰ ἀναπηδήσῃ ἐκ φόβου· ἐν γένει, διεγείρω, ἄγραν Πλάτ. Λύσ. 206Α: ― Παθ. ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην, ἔχων αὐτὴν ὠρθωμένην, Λουκ. Τίμ. 54· κόμη ἀνασοβουμένη, ὀρθουμένη, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος μέλλοντος νὰ χρησμοδοτήσῃ, ὁ αὐτ. Ζεὺς Τραγ. 30.
Greek Monotonic
ἀνασοβέω: μέλ. -ήσω, φοβίζω και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, με ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ.
Middle Liddell
to scare and make to start up, to rouse, Plat.:—Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with hair on end through fright, Luc.